Αν έχω καταλάβει σωστά, το «Ευχαριστημένο» ανήκει στις σπάνιες φανερώσεις της γραφής που συμβαίνουν απρόσμενα και «προς το τέλος», όταν τίποτα πια δεν προδικάζει την εμφάνισή τους και όταν ο συγγραφέας αισθάνεται πως έχει πια συμφιλιωθεί με τους δικούς του ζωντανούς και τους δικούς του πεθαμένους.
Είναι ένα πολύ αξιόλογο ανάγνωσμα της Μαρίνας Καραγάτση το «Ευχαριστημένο» – τόσο αξιόλογο ώστε να μας κάνει να διατυπώνουμε ένα μεγάλο «κρίμα» για την αργοπορημένη εμφάνισή της στα γράμματά μας. Το δυνατό του σημείο είναι ότι πλέει εντός της γαλήνης που φέρνει η αναπόληση ενός κόσμου προσωπικού όσο και μακρινού. Στον ίδιο τον τίτλο εξάλλου, που προκύπτει από το παλιό χαϊδολόγημα της βάγιας της, αυτό κλείνεται: Η ικανοποίηση εκείνου που νιώθει πως δεν έχει πια να ζητήσει τίποτα ή να καταλογίσει τίποτα σε κανέναν.
Είναι με άλλα λόγια μια γραφή ευχαριστημένη κι απενοχοποιημένη, «αγαθή». Και αρκετά περίεργη μάλιστα: Το βραβευμένο άμα τη εμφανίσει του το 2008 έργο αποτελείται από δύο μέρη που συνδέονται μεταξύ τους σε μια «ανοιξιάτικη μέρα». Του 1950 πρώτα, κι έπειτα πάλι, εξήντα χρόνια μετά, του 2006 - τότε που όσοι μιλούσαν πιο πριν βρίσκονται πια στον άλλο κόσμο και εκεί, δεδικαιωμένοι, περιμένουν.
Το πρώτο μέρος συντίθεται από τρεις φωνές: του πατέρα της Μαρίνας, του πολύ Μ. Καραγάτση (εδώ, με το μικρό του, ως Δημήτρης), της ψυχοκόρης Λασκαρώς και της γιαγιάς της οικογένειας, Νίνας (από τη μεριά της μητέρας της Μαρίνας, Νίκης Καραγάτση). Τρεις φωνές διατρέχουν το σπίτι της έφηβης Μαρίνας, στην πλατεία Βικτωρίας, και μέσω συνειρμών και της μνήμης οδηγούνται σε τόπους καταγωγής, σε τόπους μνήμης, τόπους ψυχικής εξορίας ή βασάνου.
Δεν τελειώνει όμως εδώ το βιβλίο. Το δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει μια διαλογική συνάντηση των ίδιων προσώπων στον ήμερο τόπο της Ανδρου, σε μια μικρή αυλή. Εκεί εκλήθησαν από τη μικρή Μαρίνα για να γράψει με αυτούς την ιστορία της.
Οπως γίνεται σαφές, η ίδια η Μαρίνα παραμένει διακριτικά εκτός κάδρου, αν και η ζωγραφιά ανήκει σε αυτήν. Ο τρόπος απόδοσης άλλωστε των προσώπων, το ύφος τους, ακόμα και η έντεχνη ηθογραφία στην οποία εντάσσονται ανήκουν μισά στη βιογραφία της αστικής περιώνυμης οικογένειάς της και μισά στην υποκειμενική οπτική της.
Κι έτσι, μέσα από αυτούς, γνωρίζουμε τελικά πλαγίως το ίδιο το «Ευχαριστημένο». Αλλες φορές το βλέπουμε να καθρεφτίζεται στο είδωλο του απαιτητικού πατέρα, άλλες στην ακρόαση της Ανδριώτισσας υπηρέτριας κι άλλες στις μακρινές αναπολήσεις της φαμίλιας της από τη γιαγιά. Απουσιάζει περιέργως από το κάδρο η μητέρα της, Νίκη, αν και στο κείμενο αναδύεται ένα χάδι που ίσως ξεκινάει από τη δική της στοργική χειρονομία.
Να φύγω όμως από το πεζό «Ευχαριστημένο», δέκα χρόνια πριν γραμμένο, για να φτάσω στη διασκευή που ανεβαίνει τώρα στο «Πορεία», με τη σπουδαία εργασία της Ερις Κύργια -μεταξύ άλλων όφειλε να μεταποιήσει σε σκηνική πράξη το χωρίς πλοκή πρωτότυπο- και τη σκηνοθεσία του «Δημητράκη» -εγγονού του Μ. Καραγάτση και τελικού αποδέκτη του φορτίου του- Τάρλοου.
Κυρίαρχος βέβαια στη μέση αυτού του νέου σκηνικού κάδρου είναι -ποιος άλλος;- ο ίδιος ο Μ. Καραγάτσης. Οπως τον ξέρουμε: ανοικονόμητος, πληθωρικός, τυραννικός, καταπιεστής. Αλλά και τυραννισμένος από την κυριολεκτική και μεταφορική, γύρω του και εντός του, αϋπνία… Στο σπίτι συχνά τον αποκαλούν «τέρας», κι όπως εμφανίζεται, δεν απέχει και πολύ από αυτό. Προφανώς ο πατρικός ρόλος δεν είναι το φόρτε του κι εμφανώς καταπιέζεται από μια μάλλον συμβατική ζωή. Προφανώς όχι μόνο δημιουργεί τους γεμάτους τεστοστερόνη ήρωες των βιβλίων του, μα και τους συντροφεύει, τους θαυμάζει και τους φθονεί…
Κι εντούτοις ας είμαστε προσεκτικοί με το σκληρό πορτρέτο του. Η Μαρίνα μεταφέρει το ήθος ενός αστικού σπιτιού του ’50 – και αν κάτι θα έπρεπε να μας προκαλεί εντύπωση στη μεταφορά της, θα έπρεπε να είναι μάλλον το πόσο συμβατικός αποδεικνύεται ο Καραγάτσης στον ρόλο ενός πατέρα της εποχής. Ας μη γελιόμαστε, την εποχή αυτή έτσι συμπεριφέρονταν πολλοί σύζυγοι στις συζύγους, πατέρες στις κόρες, νοικοκυραίοι στις υπηρέτριες… Η έκπληξη δεν βρίσκεται στα ενδοοικογενειακά «άπλυτα», όσο στο θάρρος με το οποίο αυτά αποτυπώνονται στο βιβλίο.
Είπαμε όμως τη μαγική λέξη σε όλα αυτά: αθωότητα. Το καταπιεσμένο κορίτσι, με τα όνειρα του πατέρα της στοιβαγμένα σε ένα γραφείο, πίσω από μια διαρκώς κλειστή πόρτα, επιχειρεί τώρα κάτι περισσότερο από το να απομυθοποιήσει ή να μυθοποιήσει το είδωλό της. Την ανοιξιάτικη μέρα του 1950 η γραφή της γυρεύει κατά βάθος την κατάκτηση του πατέρα-προτύπου – και αποτυγχάνει. Επειτα, ζητάει να αναπτυχθεί στη σκιά του – και αδυνατεί.
Κι όμως, πενήντα χρόνια μετά, το ίδιο ανοιξιάτικο πρωινό του 2006, το Ευχαριστημένο ανακαλύπτει επιτέλους όχι το «πώς» ή το «τι», αλλά το «γιατί» να γράψει. Κι είναι αυτό το «γιατί» απλό: για να διασώσει τη μαρτυρική Λασκαρώ πρώτα πρώτα. Κι έπειτα για να ακούσει τις φωνές εκείνων που χάθηκαν ή που ’ναι πια χαμένοι σαν τους πεθαμένους... Ανακαλύπτει με άλλα λόγια, το «φίλτρο» της.
Και τώρα το βάρος πέφτει στο θέατρο, που πρέπει να μιλήσει με τις δικές του λέξεις. Καταλαβαίνουμε αμέσως τι δεν θέλει ο σκηνοθέτης να δώσει: μια ρεαλιστική κι εν τέλει κίτρινη εικόνα της οικογένειάς του. Θέλει να παρεμβάλει το πέπλο της ανάμνησης και την αισθητική του ονειρικού θεάτρου. Θέλει μια μνήμη που να εξαχνώνεται στο «Πορεία», με τα κομψά κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, κάτω από τους έξοχους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου.
Ο Χρήστος Μαλάκης είναι φτυστός ο Μ. Καραγάτσης – έντονος και ουσιαστικά απροσπέλαστος. Απομυθοποιημένος με τα κοντοβράκια του, μυθικός στην πλήρη έκτασή του. Δίπλα του η μαλακιά Νίκη της Ειρήνης Δράκου, να ζωγραφίζει ένα κάδρο στην αιωνιότητα. Και πιο κει η Γιαγιά Νίνα, αδικημένη κάπως στη σκηνική μεταφορά της, ωστόσο με τον ίδιο κοινό νου και τη μέριμνα στην ακριβή καταγωγή της.
Πάνω από όλους όμως η ταπεινή Λασκαρώ της Καίτης Μανωλιδάκη. Σε αυτήν αντικατοπτρίζεται η ευαισθησία της Μαρίνας. Πράγματι, όπως φαίνεται, η κόρη του Καραγάτση για τους αδικημένους θέλησε εξαρχής να γράψει και για αυτούς τελικά έγραψε. Οπως θα έλεγε και ο καλός φίλος της: Πάρε τη λέξη μου, δώσ’ μου το χέρι σου.
Υπάρχει όμως κι άλλη μια, πίσω πίσω. Είναι το ίδιο το Ευχαριστημένο της Σίσσυς Τουμάση, που κάθεται δίπλα μας, θεατής κι αυτή. Ή είναι η ίδια η συγγραφέας να μας κοιτά από ψηλά σε βιντεοπροβολή. Είναι πάντα η ίδια κόρη που περιμένει να μεγαλώσει για να συμφιλιωθεί με τον πατέρα της και να σώσει την ψυχομάνα Λασκαρώ της.
Στο «Πορεία», όταν το θέατρο υπηρετεί την «πραγματικότητα», παρεμβάλλει ένα φίλτρο ονείρου. Οταν αντίθετα στο δεύτερο μέρος φανερώνει νεκρούς, τους παρουσιάζει χωρίς ενδιάμεσα, θυμίζοντας πως η σκηνή είναι το ιερό εκείνο σημείο όπου οι νεκροί μπορούν να συναντηθούν με τους ζωντανούς. Αυτό σημαίνει εξαγνισμός: καθώς το νερό πέφτει από τις κληματαριές της Παραδείσου, η μνήμη καθαρίζει και τα πρόσωπά της λάμπουν συμφιλιωμένα.
Αγορά Εισιτηρίων «Το Ευχαριστημένο»
Διαβάστε την κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών