Το χθεσινό φιλοσοφικό brunch με θέμα «Τι μπορεί να μας διδάξει η Ιστορία για τη ζωή;» Η «συγγραφή» της Ιστορίας εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και από τις διαφορετικές προσωπικότητες των αφηγητών, όπως και η πρόσληψή της από τις διαφορετικές προσωπικότητες των αναγνωστών / ακροατών, άτομα με ξεχωριστές εμπειρίες, ποικίλες αφετηρίες και διαδρομές, με ανόμοιες προσδοκίες και ζητούμενα, με προσωπικές απόψεις περί της «Αλήθειας»… Η πραγματικά πολύ… ζωντανή συζήτηση, που διήρκησε περίπου 2 ώρες, –αν μη τι άλλο– κατέδειξε πόσο δύσκολο είναι να συγκροτηθεί μια ενιαία Ιστορία που να αφήνει ικανοποιημένους τους πάντες!
Διαβάστε παρακάτω όλο το κείμενο που επιμελήθηκε για τη συζήτηση ο Γιώργος Μπανιώκος, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας - Θεατρολόγος - Υποψήφιος Διδάκτωρ του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Historia vitae magistra
Η ιστορία παιδαγωγός της ζωής
Με αφορμή την παράσταση Ύψωμα 731 του Άρη Μπινιάρη
Ετυμολογική και μυθολογική προσέγγιση της έννοιας “ιστορία”
Η λέξη «ιστορία» προέρχεται ετυμολογικά από το αρχαιοελληνικό ρήμα «οἶδα» που σημαίνει γνωρίζω. Από το ίδιο ρήμα προκύπτει το ουσιαστικό «ἱστωρ» (γνώστης) και το ρήμα «ιστορώ» (αναζητώ τη γνώση) φτάνοντας έτσι στη λέξη «ιστορία» που σημαίνει την γνώση. Η λέξη "ἱστωρ", με τη σειρά της, έχει προέλθει από τη ρίζα Fιδ- του αρχαιοελληνικού ρήματος «οἶδα» που σήμαινε "γνωρίζω". Στην αρχική λέξη "ἱδτωρ", το οδοντικό σύμφωνo δ μετατράπηκε σε σ πριν από το επίσης οδοντικό τ.
Κατά συνέπεια, η αρχική σημασία της λέξης έφτασε μέχρι και σήμερα να σημαίνει την επιστημονική και συστηματική παρατήρηση, δηλαδή την αναζήτηση της αντικειμενικής, καθολικής, γνώσης με την οποία είναι επιφορτισμένες οι διάφορες επιστήμες σε αντίθεση με τη μυθολογία. Ωστόσο, η ιστόρηση των γεγονότων δεν είναι απλή αφήγηση ή εξιστόρηση, αλλά η διερεύνηση σχέσεων αιτίου-αιτιατού, δηλαδή των αιτίων που προκάλεσαν κάποια γεγονότα, ενώ βασικό χαρακτηριστικό της εξιστόρησης είναι η αφήγηση που μπορεί να έχει γραμμικό ή συνειρμικό χαρακτήρα. Οι ιστορικοί έχουν εκφράσει διάφορες απόψεις για το αντικείμενό τους, θεωρώντας το άλλοι επιστήμη και άλλοι τέχνη. Στη νεωτερικότητα έχουν διατυπωθεί διάφορες αμφιβολίες για την αντικειμενική διάσταση της ιστορίας, όπως γενικά και για τη φιλοσοφία της ιστορίας.
Τείνουμε να διαχωρίζουμε την ιστορία σε προφορική και γραπτή. Η πρώτη αφηγείται συνήθως τις πράξεις των αφανών ανδρών, ενώ η δεύτερη τείνει να εξιστορεί τα κλέη επιφανών ανδρών με σκοπό να μην υποπέσουν στη λήθη. Μούσα της ιστορίας θεωρείται η Κλειώ, κόρη του Δία και της Μνημοσύνης. Το όνομά της προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα κλείω, που σημαίνει αφηγούμαι ή καθιστώ κάτι γνωστό. Η διάσημη Μούσα λειτουργούσε ως εγγυητής της πιστότητας του αρχικού λόγου, διατηρώντας την ενότητά του στο διηνεκές, προφορικά ή γραπτά, εφόσον «η φωνή ομηρεύουσα», αυτή που καθίσταται όμηρος του γραπτού λόγου, είναι και λιγότερο επισφαλής στις εκάστοτε αλλοιώσεις που προκαλούνται στο πέρασμα του χρόνου.
Καντ και Νίτσε: η ιστορία υπό κριτική εποπτεία
Το παρελθόν μιλάει πάντα όπως ένα μαντείο:
μόνο ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος, ως γνώστες του παρόντος θα κατανοήσετε τον χρησμό του.
Φρ. Νίτσε
Στο ερώτημα, εάν η ιστορία μπορεί να διδάξει τη ζωή, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε μας παρέχει μια ιδιαίτερα οξυδερκή ανάλυση στον “Δεύτερο Ανεπίκαιρο Στοχασμό: Ωφέλεια και μειονεκτήματα της ιστορίας για τη ζωή” (1874). Η νιτσεϊκή αντίληψη για την ιστορία φαίνεται να συντάσσεται περισσότερο με τo κριτικό βλέμμα του Καντ απέναντι στην ιστορία. Ο Καντ δεν είναι της άποψης, όπως για παράδειγμα ο Χέγκελ, ότι ο Λόγος υπάρχει στην ιστορία και καθορίζει τον τελικό σκοπό της. Σε σύγκριση με αυτήν την αντίληψη, η καντιανή παραδοχή είναι μετριοπαθής: η ιστορία εμφανίζεται ως το ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ της φύσης και του πεδίου του ενσυνείδητου πράττειν που υπαγορεύεται από το Λόγο. Η ιστορία είναι ο χώρος, εντός του οποίου ο Λόγος έχει τη δυνατότητα να πραγματώνεται μέσω ηθικών πράξεων που είναι σύμφωνες με τον Λόγο. Ο Καντ στρέφεται τόσο εναντίον των μεγάλων διηγήσεων περί προόδου, όσο και εναντίον της διαλεκτικής ενός ιστορικού πεπρωμένου, καθώς σχεδιάζει μια φιλοσοφία της ιστορίας από πρακτική σκοπιά. Σε αυτήν οι δυνατότητες πραγμάτωσης του Λόγου διατηρούν ανοιχτό έναν ορίζοντα, ο οποίος, αφενός, δεν παρέχει κάποια βεβαιότητα, αφετέρου, όμως, νομιμοποιεί την ελπίδα.
Σύμφωνα με τον Νίτσε, από τη γέννηση του Χριστού, σημείο μηδέν της ιστορίας, η ιστορία ως αλήθεια της ανθρώπινης ζωής αποσπάστηκε από τον ουσιώδη χαρακτήρα της, εξέπεσε σε μια γραμμική καταγραφή γεγονότων ανεξάρτητα από την εκδίπλωση της ζωής, αλλά και από το μέλλον του ανθρώπου. Η ζωή άρχισε να εκφυλίζεται, από την στιγμή που οι άνθρωποι σταμάτησαν να συσχετίζουν την ιστορία με τη ζωή και το ζωτικό πράττειν. Ο διάσημος, Γερμανός στοχαστής σε καμία περίπτωση δεν τάσσεται κατά της ιστορίας, αντιθέτως υποστηρίζει ότι η ιστορική γνώση είναι πολύτιμη, αρκεί να γνωρίζουμε τον τρόπο αξιοποίησής της, έτσι ώστε να υπηρετεί την ζωή και να προσφέρει διεξόδους που να προάγουν τη διασφάλισή της.
Ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι, αντίθετα από τα ανιστορικά ζώα, δεν μπορούν να μάθουν να ξεχνούν, αφού οι παρελθοντικές εμπειρίες τους ακολουθούν σε κάθε βήμα τους και λειτουργούν συχνά ως εμπόδιο για τη μετέπειτα εξέλιξή τους. Για να προσδιορίσουμε τα όρια, εντός των οποίων επέρχεται η λήθη του παρελθόντος, θα πρέπει να αποφεύγουμε το να καταστεί η ιστορία νεκροθάφτης του παρόντος, θα πρέπει να γνωρίσουμε ακριβώς πόσο μεγάλη είναι η πλαστική δύναμη ενός ατόμου ή ενός λαού, δύναμη που τον βοηθά να μετασχηματιστεί ενσωματώνοντας το περασμένο και το ξένο, αντικαθιστώντας το χαμένο, και αναπλάθοντας εκ των έσω τις ρημαγμένες μορφές. Με αυτόν τον τρόπο, το ανιστορικό και το ιστορικό κρίνονται εξίσου αναγκαία για την «υγιεινή της ζωής» ενός ατόμου, ενός λαού και ενός πολιτισμού.
Σύμφωνα με τον Γερμανό στοχαστή, μόνο οι δυνατές προσωπικότητες αντέχουν το βάρος της ιστορίας, καθώς οι αδύναμοι χαρακτήρες τείνουν να αφανιστούν εντελώς από αυτήν. Η ιστορία ανήκει στο άτομο μέσα από τρεις διαφορετικές σκοπιές: ανήκει σ' αυτόν στο μέτρο που αυτός δρα και προσπαθεί, στο μέτρο που διαφυλάσσει και τιμά, στο μέτρο που πάσχει και έχει ανάγκη την απολύτρωση. Κατά τον Νίτσε, σε αυτή την τριάδα των σχέσεων αντιστοιχεί μια άλλη τριάδα ειδών της ιστορικής γνώσης: το μνημειακό, το παλαιοδιφικό και το κριτικό είδος της ιστορίας.
Το μνημειακό είδος ιστορικής γνώσης ανήκει στους ανθρώπους που διεξάγουν τον αγώνα για τη δική τους ζωή, υπερβαίνοντας τους εαυτούς τους και αναζητούν στο παρελθόν πρότυπα για να αντλήσουν δύναμη και να διατηρήσουν τη ζωτική τους ύπαρξη. Tο είδος αυτό της ιστορικής γνώσης είναι χρήσιμο στον άνθρωπο γιατί μέσω αυτού, διδάσκεται από τα επιτεύγματα του παρελθόντος και από τις επιτυχίες των προγόνων και έτσι μπορεί να οραματιστεί ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, εφόσον υπάρχει θέληση για ζωή και για δράση. Ο Νίτσε, ωστόσο, εφιστά την προσοχή σε αυτό το σημείο, γιατί η μνημειακή ιστορία παραπλανά με τις αναλογίες της: οι φαινομενικές ομοιότητές της ωθούν εκάστοτε τον θαρραλέο σε υπερβολική τόλμη, τον ενθουσιώδη σε φανατισμό, κι αν αφήσει κανείς την ιστορία αυτή στα χέρια των χαρισματικών εγωιστών και αχρείων, τότε καταστρέφονται πολιτείες, δολοφονούνται ηγεμόνες, προκαλούνται πόλεμοι και επαναστάσεις.
Η ιστορία ανήκει, σε ένα δεύτερο χρόνο, σε όποιον τη διαφυλάσσει και την τιμά, σε όποιον με πίστη και αγάπη κοιτάζει προς τα πίσω, προς τα εκεί από όπου προέρχεται το ιστορικό γίγνεσθαι. Tο παλαιοδιφικό είδος της ιστορίας, προσδίδει το σεβασμό στις ρίζες μας, τη συνείδηση ότι κάθε κληρονομιά αντανακλάται στον καθημερινό μας βίο. Κατά τον Νίτσε, η παλαιοδιφική ιστορία θα πρέπει να εμψυχώνει τη ζωή του παρόντος. Εντούτοις, ο φιλόσοφος καταδικάζει το φαινόμενο της τυφλής, συλλεκτικής μανίας, όλων όσων υπήρξαν κάποτε. Απόρροια αυτού του φαινομένου είναι η περιφρόνηση της ιστορικής γνώσης και η άρνηση κάθε αναβίωσής της, με αποτέλεσμα την αναχαίτιση του δυναμισμού και της ζωτικότητας της ζωής.
Στην περίπτωση που η ιστορική γνώση εξαντλείται στη μνημειακή γνώση (άκριτη λατρεία παρελθόντων προτύπων) ή στην παλαιοδιφική γνώση, το νεκρό καταβροχθίζει το ζωντανό και το παλαιό καταπνίγει το καινοτόμο. Ο ανατρεπτικός, Γερμανός φιλόσοφος μας παρακινεί να υιοθετήσουμε μια στάση “ξεδιαντροπιάς” απέναντι στους προγόνους, ώστε να μην συνθλιβούμε από το βάρος της προγονολατρείας. Γι' αυτό και ο ίδιος προκρίνει ένα κριτικό βλέμμα απέναντι στην ιστορική γνώση, τη διάκριση δηλαδή εκείνων των λόγων που θα μας οδηγήσουν στη χειραφέτηση από τις εξιδανικευμένες φιγούρες του παρελθόντος. Μια τέτοια πρακτική συνιστά πράξη αυτονόμησης και αυτοκαθορισμού αφού εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε εκείνο το μείγμα μνημειακής, παλαιοδιφικής και κριτικής γνώσης που είναι κάθε φορά απαραίτητο προκειμένου να δράσουμε ελεύθερα στο παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον. Κατά την κριτική αυτή διαδικασία, δεν δικάζει η δικαιοσύνη, αλλά η ίδια η ζωή, εκείνη η σκοτεινή, κινητήριος δύναμη που λαχταρά άπληστα τον ίδιο της τον εαυτό.
Το είδος αυτό της ιστορικής γνώσης μας επιτρέπει να κάνουμε τους κατάλληλους ελιγμούς ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη που, δυο λειτουργίες εξίσου απαραίτητες για τη διασφάλιση της ζωής. Το παιχνίδι αυτό ανάμεσα στις δυο αυτές λειτουργίες του νου είναι, για τον Νίτσε, από τα πιο σύνθετα και τα πιο επικίνδυνα, για αυτό και απαιτεί μια εις βάθος παιδεία που θα συμβάλει στη χειραφέτηση από κάθε λογής αυθεντίες. Για παράδειγμα, η Γερμανία χρειάστηκε να ξεχάσει τι είχε προηγηθεί στους δυο παγκόσμιους πολέμους για να δημιουργήσει το περίφημο «γερμανικό θαύμα», την ίδια όμως στιγμή δεν της επιτρέπεται να σβήσει από τη συλλογική της μνήμη το χρονικό του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος.
Ο Νίτσε καταλογίζει στην ιστορική παιδεία της εποχής του ότι παρουσιάζει το παρόν σαν ένα ακόμη επεισόδιο της αέναης πορείας της ιστορίας, περιορίζοντας έτσι τη χαρά του να ζει κανείς στο παρόν, ενώ δημιουργεί στον σύγχρονο άνθρωπο ένα αίσθημα αδυναμίας απέναντι στο κληρονομημένο του παρελθόν. Ο Γερμανός φιλόσοφος κατακρίνει την ανιστορική παιδεία, αφού αυτή καλλιεργεί τη λήθη και περιορίζει το υποκείμενο σε στενούς ορίζοντες, ενώ η καλλιέργεια της υπεριστορικής αίσθησης δια-στρέφει συνήθως την προσοχή σε αυτό που είναι «αιώνιο ή σταθερό» δημιουργώντας συχνά ψευδαισθήσεις για μια βαθύτερη και αναλλοίωτη ουσία των πραγμάτων. Η λεγόμενη «εθνική συνείδηση» είναι μια τέτοιου είδους ιδεολογικοποιημένη επινόηση.
Ο μεγάλος, Γερμανός φιλόσοφος καταλήγει στην ανατρεπτική διατύπωση ότι κάθε ιστορικό γεγονός είναι μια “ζαριά”. Κανένα ιστορικό συμβάν δεν μπορεί να ξανασυμβεί με τον ίδιο ακριβώς συνδυασμό και έτσι οι ιστορικοί πάντα θα προσπαθούν να ιδιοποιηθούν το διαφορετικό, θα γενικεύουν και στο τέλος θα εξομοιώνουν. Για τον Νίτσε, η ιστορία δεν καθορίζεται από τελολογίες, αρχή και τέλος, αλλά είναι ένα διαρκές γίγνεσθαι. Τίποτα στην ιστορία, ούτε τα αισθήματα, ούτε το ίδιο το σώμα δεν είναι αμετάβλητο. Οτιδήποτε συμβαίνει είναι μια σχέση δύναμης που προκύπτει από το τυχαίο της πάλης, με βασική σταθερά τη θέληση για δύναμη. Αυτό που απαιτείται είναι μια ιστορική αίσθηση, που θα είναι επικριτική με το εσχατολογικό βλέμμα των ιστορικών και θα στηρίζεται σε μια οξυδερκή ματιά. Πρόκειται για μια ριζοσπαστική θεώρηση της ιστορίας, αν σκεφτούμε ότι, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν στοχαστές που μιλούν για το τέλος της ιστορίας, που αναζητούν την απαρχή των φαινομένων, τις πρωταρχικές αλήθειες, που σκέφτονται ασυνείδητα με πλατωνικούς ή εγελιανούς όρους.
Πώς μπορεί να μας διδάξει η ιστορία;
Ο Ελβετός, ιστορικός Γιάκομπ Μπούρκχαρτ (1818-1897), ένας από τους δασκάλους του Νίτσε, φαίνεται να συνοψίζει εύστοχα εκείνες τις διαδικασίες που όλοι χρειάζεται να τηρήσουμε προκειμένου να διάγουμε έναν ιστορικό βίο. Πηγαίνοντας πίσω στο Σωκράτη, θα λέγαμε ότι δεν αξίζει να ζει κανείς έναν ανεξέταστο βίο, δηλαδή έναν ανιστόρητο βίο.
Ως υποκείμενα μιας συγκεκριμένης, ιστορικής εποχής καλούμαστε, πέρα από την καθημερινές μας δραστηριότητες, να συγκροτήσουμε τον ιστορικό μας βίο, να διαμορφώσουμε δηλαδή ένα προσωπικό αφήγημα για τα συμβάντα της ζωής μας. Χρειάζεται, επίσης, να εξετάσουμε το παρελθόν μας αφού μια πνευματική συνέχεια συνδέει το παρελθόν και το παρόν. Οτιδήποτε μπορεί, έστω και ελάχιστα, να συνεισφέρει στην εξιχνίαση του παρελθόντος, πρέπει να συλλέγεται με σκοπό την ανάπλαση των πνευματικών οριζόντων του παρελθόντος. Η σχέση κάθε εποχής προς την παρακαταθήκη αυτή είναι από μόνη της μια γνώση, δηλαδή κάτι νέο, που η επόμενη γενιά με τη σειρά της θα προσθέσει στο κοινό ταμείο της ανθρωπότητας ως ιστορική παρακαταθήκη.
Για τον Μπούρκχαρτ, ο βάρβαρος δεν είναι άλλος από αυτόν που απαρνείται το χρέος, αλλά και το προνόμιο της ιστορικότητας και αποδέχεται άκριτα το προβαλλόμενο πολιτιστικό περίβλημα ταυτιζόμενος μαζί του. Έτσι, η βαρβαρότητα έγκειται στην ανιστορικότητα και το αντίθετο. Μόνο η επίγνωση ενός παρελθόντος, μπορεί να λυτρώσει από τα εθιμικά δεσμά που έχουν πλέον αναχθεί στη σφαίρα των συμβόλων.
Η ίδια η φύση έχει προικίσει το πνεύμα με τα αναγκαία εφόδια για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών. Ως πνεύμα ο Μπούρκχαρτ ορίζει τη δυνατότητα της ιδεατής σύλληψης κάθε αισθητού όντος. Για το λόγο αυτό, το πνεύμα ανήκει καθ’ εαυτό στον ιδεατό κόσμο, ενώ τα πράγματα κατά την εξωτερική τους μορφή όχι. Το πνεύμα καλείται να οικειοποιηθεί ό,τι ενθυμείται από την πορεία μέσα στον κοσμικό χρόνο. Ό,τι ήταν κάποτε χαρά και οδύνη, αγαλλίαση και θρήνος χρειάζεται να μετουσιωθούν σε γνώση, όπως πράγματι συμβαίνει στην πορεία κάθε ανθρώπινου βίου. Ο άνθρωπος που δεν ιστορεί, δεν παύει να υστερεί.
Η ανάληψη της ευθύνης της ιστορικότητας καθιστά πιο μετριοπαθές το απόφθεγμα historia vitae magistra (η ιστορία παιδαγωγός της ζωής) αφού πια δεν αποζητούμε από την εμπειρία μια καθολική ή διαχρονική σοφία, που συνιστά μια μεταμφίεση ενός ενδόμυχου πόθου αιωνιότητας, αλλά μια εφήμερη γνώση που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πρακτικού βίου τον οποίο διάγουμε κάθε φορά μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά πλαίσια.
Επιπλέον, είναι αναγκαίο να εστιάσουμε στη σχέση που προκύπτει μεταξύ γνώσης και σκοπιμότητας. Στην ιστορική έρευνα το αίτημά μας για γνώση, συχνά, αναχαιτίζεται από ένα σύνολο σκοπιμοτήτων που αυτοπροτείνονται ως ιστορικές πηγές. Αλλά και εμείς οι ίδιοι αδυνατούμε να απορρίψουμε εξολοκλήρου τις δικές μας σκοπιμότητες – ιδιωτικές και δημόσιες – και αυτός είναι, ίσως ο πιο αδυσώπητος εχθρός της ιστορικής γνώσης. Αν θέλουμε, κάποτε, η ιστορία να μας διδάξει ουσιαστικά και να γίνει, έστω και ελάχιστα, αρωγός στη διαλεύκανση του μυστηρίου της ζωής, άρα και του ανθρώπινου βίου, πρέπει πρώτα εμείς να αφήσουμε πίσω μας τα υποκειμενικά και εφήμερα προαισθήματα, περνώντας σε μια στάση ζωής, όπου το εγώ δε θα θολώνει εξ αρχής το βλέμμα μας. Ενδεχομένως κάποια ενατένιση, περισσότερο γαλήνια, και από μεγαλύτερη απόσταση, να είναι μια καλή αρχή προκειμένου να αντιληφθούμε τι γυρεύουμε πράγματι πάνω στη γη.
Πολλές φορές οι σκοπιμότητες στην ιστορία φορούν το μανδύα του πατριωτισμού με αποτέλεσμα ο πραγματικός ανταγωνιστής της αληθινής γνώσης να είναι η καθήλωση και περιχαράκωση στην ιστορία της εκάστοτε πατρίδας. Βέβαια, κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο, αφού ο καθένας από εμάς γεννιέται σε ένα συγκεκριμένο οικογενειακό, εθνολογικό και φυλετικό πλαίσιο που καθιστά την ιστορία της πατρίδας του άμεση προτεραιότητα, εκάστοτε και ύψιστο συμβολικό χρέος. Είτε πρόκειται για ανησυχίες ή επιθυμίες, οι υποθέσεις της πατρίδας μας επενδύονται συχνά με μεγάλο συναισθηματικό φορτίο με αποτέλεσμα να μεροληπτούμε σταθερά υπέρ της σκοπιμότητας και εναντίον της γνώσης. Πολλές φορές οι πατριωτικές ρητορικές και αφηγηματικές στρατηγικές εξυπηρετούν τις σκοπιμότητες του παρόντος υποδηλώνοντας υπεροψία έναντι άλλων λαών. Η υποτιθέμενη διαύγεια με την οποία μερικές φορές βλέπουμε τα πράγματα συνοδεύεται, αναπόφευκτα, από ένα βαθμό εθελοτυφλίας.
Εκτός όμως από την στείρα πατριδολατρία υπάρχει και ένα άλλο χρέος, εκείνο της εξέλιξής μας σε νοήμονα όντα προκρίνοντας την αναζήτηση της αλήθειας και της πνευματικότητας, και ανάγοντας σ’ αυτήν την επίκτητη γνώση – αφού δεν την έχουμε έμφυτη – ακόμα και το χρέος μας ως πολιτικά όντα. Κατά συνέπεια, η ανάληψη της ιστορικότητας, ατομικής ή συλλογικής, συνιστά προϋπόθεση κάθε πολιτικού όντος.
Αναμφίβολα, η εποχή μας υπερέχει ως προς τη γνώση του παρελθόντος. Η ίδια η ψυχανάλυση ανέδειξε τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο την ανάγκη μελέτης του παρελθόντος, αφού αυτή μας παρέχει ένα μέτρο για την ταχύτητα και τη δυναμική της ίδιας μας της κίνησης. Μέσα στην ψυχαναλυτική διαδικασία το υποκείμενο ιστορικοποιείται, γράφει την ίδια του την ιστορία, εγγράφεται στο παρόν συνδιαλεγόμενο με το παρελθόν του εν όψει του μέλλοντος. Πρόκειται ακριβώς για την ίδια διαδικασία που κάθε κοινωνική ομάδα οφείλει να πράξει – στο μέτρο που κάθε ιστορικοποίηση συνιστά τη συστατική πράξη κάθε υποκειμένου στο μέτρο που αυτό λογοδοτεί στον εαυτό του, στον Άλλον, στο κοινωνικό σύνολο. Αν το καλοσκεφτούμε, ο πολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνην την πολύμορφη διαδικασία μετουσίωσης ή μετασχηματισμού της ακούσιας και ενστικτώδους δράσεως σε εσκεμμένη δυνατότητα. Βασικές, μετουσιωτικές διαδικασίες είναι πρωτίστως η γλώσσα, οι επιστήμες, η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση και φυσικά οι τέχνες.
Ύψωμα 731: ποίηση και ιστορία στην υπηρεσία της ζωής
H ιστορία είναι φιλοσοφία μέσω παραδειγμάτων
Θουκυδίδης
Στο σημείο αυτό ερχόμαστε στο κείμενο ‘Υψωμα 731 του Άρη Μπινιάρη που το είδαμε να ζωντανεύει επί σκηνής στο Θέατρο Πορεία. Όπως και τα περισσότερα ιστορικά ποιήματα, το ποιητικό χρονικό του Μπινιάρη διαθέτει, μεταξύ άλλων, και διδακτικό χαρακτήρα, αφού περιγράφει ένα ιστορικό γεγονός που σημάδευσε τη νεότερη ελληνική ιστορία, τη νίκη των Ελληνικών έναντι των Ιταλικών στρατευμάτων από τις 9 έως τις 15 Μαρτίου 1941 την περίοδο του Ελληνοιταλικπού πολέμου (1940 – 1941).
Ο σκηνοθέτης, κατά το θεατρικό ανέβασμα του έργου, επενδύει το ποιητικό, ιστορικό χρονικό της κατάληψης του Υψώματος 731 με τη μορφή της ροκ συναυλίας. Οι τραγουδιστές της παράστασης, παραπέμπουν στους τραγωδούς – αγγελιοφόρους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και ξεδιπλώνουν σε ένα πρώτο επίπεδο το χρονικό της μάχης καθιστώντας τους θεατές ακροατές μάρτυρες του πολέμου, του θανάτου, της φρίκης, του θρήνου. Θρήνος και αφήγηση αλληλοδιαπλέκονται στη θεατρική μεταφορά του Μπινιάρη. Το χρονικό του θανάτου και της σφαγής καθίσταται βίωμα για το θεατή-ακροατή χωρίς ο ίδιος να βλέπει επί σκηνής την παραμικρή σκηνή πολέμου, όπως ακριβώς και στην αρχαία τραγωδία. Το ποιητικό κείμενο σε συνδυασμό με μουσική αφήγηση του Μπινιάρη αναβιώνουν με τον πιο παραστατικό τρόπο το θάρρος, τη δύναμη, την αγωνία, την απόγνωση των Ελλήνων στρατιωτών κατά την κατάκτηση του Υψώματος 731, εμπνέοντας την αίσθηση του ελέους και του φόβου στο θεατή.
Ωστόσο, το κείμενο και η παράσταση του Μπινιάρη δεν αφηγούνται απλά και μόνο ένα σημαντικό ιστορικό γεγονός. Στο κείμενο του Μπινιάρη η ιστορία, η ποίηση και η φιλοσοφία συνομιλούν, αφού το εν λόγω ποιητικό χρονικό διαπραγματεύεται διαχρονικές αλήθειες του πολέμου. Ο αντιμιλιταρισμός, η προσήλωση στα εθνικά ιδεώδη και το τίμημα που αυτά έχουν για τον μέσο άνθρωπο, η θυσία των νιάτων στο βωμό της πατρίδας, το ηρωικό ιδεώδες, η υπερίσχυση του καλύτερου έναντι του ισχυρότερου, το σώμα που απογυμνώνεται από τη σημασία του και καθίσταται εξάρτημα της εθνικής πολεμικής μηχανής, το παράλογο του πολέμου και η παράνοια που αυτό ενσταλάζει στην ανθρώπινη ψυχή, η μεταμόρφωση του ανθρώπινου σε τερατώδες μέσα στην πολεμική κατάσταση, η κατάρριψη της αξίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η επίκληση στη μητρική προστασία ως ύστατη κραυγή κάθε μελλοθάνατου είναι μερικές από τις πανανθρώπινες αλήθειες που ο Μπινιάρης πραγματεύεται και αναδεικνύει στο γεμάτο ένταση χρονικό του.
Διαβάζοντας το κείμενο του Υψώματος 731 ή παρακολουθώντας την ίδια την παράσταση, δημιουργείται η εντύπωση ότι κάθε δημιουργός γίνεται φορέας της σημασίας και του νοήματος των γεγονότων ή συμβάντων που εξετάζει. Ο αγωνιζόμενος, πράττων και πάσχων άνθρωπος είναι η μοναδική σταθερά για εμάς γύρω από την οποία θα συγκροτήσουμε οποιαδήποτε μορφή ερμηνείας για τα πράγματα. Ο Μπινιάρης, με το δικό του τρόπο, συναρθρώνει ποίηση και ιστορία για να μας δείξει πως κάθε ιστορικό πόνημα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από μια εγγραφή στην τάξη του παθο-λογικού, στο μέτρο δηλαδή που παράγεται Λόγος για τα ανθρώπινα πάθη. Ο συγγραφέας του χρονικού φαίνεται να γνωρίζει πως το ποιητικό κείμενο που εξιστορεί τα ανθρώπινα πάθη, όπως τα ομηρικά έπη ή τα σαιξπηρικά δράματα, συμβάλλουν πιο εύστοχα στη βαθύτερη γνώση και κατανόηση της ανθρώπινης ουσίας. Ο Μπινιάρης με το χρονικό του Υψώματος 731 φαίνεται να επιβεβαιώνει την περίφημη, αριστοτελική ρήση: «...καὶ φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν· ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ᾽ ἱστορία τὰ καθ᾽ ἕκαστον λέγει.»[1] ( Η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία. Γιατί η ποίηση έχει ως θέμα της πιο πολύ τα καθόλου, ενώ η ιστοριογραφία τα καθ᾽ έκαστον.)
Γιώργος Μπανιώκος
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Aναλυτής, Θεατρολόγος
Υποψήφιος Διδάκτωρ του Τμήματος Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης
Website: www.merimnaeaftou.blogspot.gr / email: gbaniokos@yahoo.gr
Βιβλιογραφία
- Αριστοτέλης, Περί Ποιητικῆς, μετάφραση: Σταύρος Τσιτσιρίδης, αντλήθηκε από τον ιστότοπο http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=328 (τελευταία επίσκεψη 16/11/2019)
- Andreas Arndt, «Ανάμεσα στον Λόγο και τη Φύση, παρατηρήσεις για την Καντιανή αντίληψη της ιστορίας», μετάφραση: Γιώργος Ηλιόπουλος, αντλήθηκε από τον ιστότοπο https://academia.lis.upatras.gr/axiologika/article/download/1707/1637 (τελευταία επίσκεψη 18/11/2019)
- Φρίντριχ Νίτσε, Ιστορία και Ζωή, μετάφραση: Σκουτερόπουλος Ν. Μ., εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993
- Φρίντριχ Νίτσε, «Δεύτερος ανεπίκαιρος στοχασμός: Ωφέλειες και μειονεκτήματα της Ιστορίας για τη Ζωή» στο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί, μετάφραση: Ιωάννης Σ. Χριστοδούλου, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1996
- Γιάκομπ Μπούρκχαρτ, Σκέψεις για την Ιστορία, μετάφραση: Θ. Λουπασάκης, εκδ. Printa, Αθήνα 2004
- Άρη Μπινιάρη, Ύψωμα 731, πρόγραμμα Θεάτρου Πορείας, επιμέλεια: Έρι Κύργια, Αθήνα 2019
- Ηλίας Βαβούρας, «Ιστορία και ζωή στη φιλοσοφία του Νίτσε» στο Φιλοσοφία και Παιδεία, 55, 2010, σελ. 31-34.
- Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογία Ε.Π.Ε, Αθήνα 2002
[1] Αριστοτέλης, Περί Ποιητικῆς, 1451b 5-10