Σημείο αναφοράς
Επιχειρώντας να γράψεις για τον Γιούγκερμαν "ψηλαφίζεις" τον "Γολγοθά" που είχαν να ανέβουν οι συντελεστές της παράστασης στη θεατρική μεταφορά, για πρώτη φορά, του λογοτεχνικού αριστουργήματος του Καραγάτση. Δεν είναι μόνο ο όγκος των χιλίων διακοσίων σελίδων του βιβλίου, οι δεκάδες χαρακτήρες και το οδοιπορικό στη ζωή του Βασίλη Κάρλοβιτς Σωρίνεν, του διασημότερου Φινλανδού ίλαρχου της ελληνικής λογοτεχνίας, σε μία διαδρομή στο χρόνο με πάμπολλες στάσεις, που παρουσιάζει μία διαφορετική, σύγχρονη "Οδύσσεια" ενός αντι-ήρωα, που καταλήγει σε τραγική φιγούρα.
Η αληθινή πρόκληση βρίσκεται στη γλώσσα του Καραγάτση, η οποία ξεχειλίζει από εικόνες και διακρίνεται για τη χειμαρρώδη ροή και τις μεστές και ζωντανές περιγραφές της. Η καταιγιστική αφήγηση δε μένει μόνο στη δράση, αλλά προχωρά στην κοινωνικοπολιτική σκιαγράφηση της Ελλάδας της περιόδου, όπως και των ανθρώπων της, που δεν παρουσιάζονται μονοδιάστατοι και στατικοί, αλλά διαμορφώνονται μέσα από τις επιλογές τους και τις καταστάσεις, δείχνοντας τα προτερήματα και τις αδυναμίες τους, όντας περισσότερο ανθρώπινοι, σύνθετοι, αντιφατικοί και αληθινοί. Είναι τέτοια η πένα του Καραγάτση που με αβίαστο τρόπο μας ταξιδεύει στο χρόνο και σε διαφορετικά μέρη, έχοντας περιγραφές που συνδιαμορφώνουν τους χαρακτήρες του, με την εξέλιξη της ιστορίας να μη μένει μόνο στη δράση, αλλά να προχωρά στην επίδραση που αυτή έχει στην ψυχοσύνθεσή τους, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία της υπερανάλυσης. Η πολυπλοκότητα προκύπτει από τον μοναδικό συνδυασμό γλώσσας, κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, εξέλιξης στο χρόνο, πληθώρας μοναδικών χαρακτήρων, των γεγονότων-επιλογών και των συνεπειών τους στο περιγραφόμενο πλαίσιο.
Με τέτοιο "εκτόπισμα" δεν είναι τυχαίο πως ο Γιούγκερμαν είχε μεταφερθεί μονάχα στην τηλεόραση στις δεκαετίες που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία του μυθιστορήματος. Μπαίνοντας, λοιπόν, στο θέατρο για να παρακολουθήσουμε το έργο "δανειστήκαμε" προκαταβολικά λίγη από τη ματαιότητα του συγγραφέα, θεωρώντας ως δεδομένο το ότι δε θα ήταν δυνατό να αποδοθούν με πιστότητα όλα όσα προαναφέρθηκαν στην τρίωρη διάρκεια μίας παράστασης, με το βλέμμα στραμμένο σε εκείνα που θα μπορούσε να μας δώσει ο θεατρικός Γιούγκερμαν.
Η παράσταση καταφέρνει στο μεγαλύτερο διάστημά της το αδιανόητο. Έχοντας μία μινιμαλιστική προσέγγιση στα σκηνικά πετυχαίνει το να αναδείξει τους χαρακτήρες, αλλά και να αποδώσει με σκηνοθετική μαεστρία την πληθώρα των διαφορετικών σταθμών στο χώρο και το χρόνο του αυθεντικού. Στο πρώτο μισό του έργου είναι καταιγιστικά τα περάσματα από τη μία σκηνή στην επόμενη με τους ηθοποιούς να εναλλάσσονται, τη σκηνή να διαφοροποιείται με ανεπαίσθητες, αλλά ουσιαστικές παρεμβάσεις και το φωτισμό, τα κουστούμια, τον εξαιρετικό ήχο και τη ζωντανή μουσική να συνδράμουν στις "μεταμορφώσεις" του ταξιδιού στο χωροχρόνο του Γιούγκερμαν. Τα πάντα λειτουργούν σε απόλυτη αρμονία σαν σε χορογραφία με το σύνολο των συντελεστών να συνεργάζονται και να συνυπάρχουν, όπως τα γρανάζια μίας καλοκουρδισμένης μηχανής. Στιγμές από το μυθιστόρημα και τους χαρακτήρες του ξεπηδούν η μία πίσω από την άλλη, χωρίς σταματημό, λάθη ή καθυστερήσεις, με την πίεση του θεατρικού χρόνου να λειτουργεί ευεργετικά σε ένα αποτέλεσμα που δεν κουράζει, κρατά το ενδιαφέρον και παραπέμπει έμμεσα στο χειμαρρώδη ρυθμό του ίδιου του Καραγάτση.
Το αμαρτωλό παρελθόν του πρωταγωνιστή στη Ρωσία, η φυγή στη χώρα μας μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ο άσωτος βίος γεμάτος κρεπάλες, γυναίκες, ναρκωτικά και βρωμοδουλειές "παρέα" με τον υπόκοσμο και η δουλειά στην τράπεζα με την κοινωνική άνοδο, το χρήμα και τη φήμη που αυτή συνεπάγεται σε μια πορεία μέσα στο χρόνο, που παρουσιάζει στιγμιότυπα της αστικής ζωής της Ελλάδας των αρχών του περασμένου αιώνα. Η συνάντηση του πρωταγωνιστή με τον συνάδελφο και ποιητή Καραμάνο έρχεται να τον συνταράξει, "ανοίγοντας" ένα παράθυρο στην μέχρι τότε αμοραλιστική ψυχή του, που θα τον οδηγήσει στην αλλαγή σε σκεπτόμενο άνθρωπο, που αποζητά τη μόρφωση και την ουσιαστικότερη νοηματοδότηση της ζωή του.
Κυρίαρχη θέση σε αυτήν την εσωτερική αναζήτηση έχει η σχέση του Γιούγκερμαν με τις γυναίκες, τον έρωτα και την αγάπη, επικεντρώνοντας σε τρία πρόσωπα που στοιχειώνουν την ύπαρξή του: τη μητέρα του Λίλη, τη γεμάτη σαγήνη Ντάινα και, στον αντίποδα, τη Βούλα, τη ζωντανή έκφραση της αθωότητας. Οι ορμές και τα ένστικτα του πρωταγωνιστή τιθασεύονται μέσα από την πλατωνική φιλία μαζί της, που αποδεικνύεται και η μοναδική, πραγματική αγάπη της ζωής του, όντας ο καταλύτης της αλλαγής, που ξεκίνησε από τα λόγια του Καραμάνου. Σε αυτό το σημείο, το έργο μετακινείται από τα σημαντικότερα στιγμιότυπα της πορείας του Γιούγκερμαν στον ίδιο τον εσωτερικό του κόσμο, χαμηλώνοντας ρυθμούς, για να επικεντρώσουμε στον πρωταγωνιστή, το "θηλυκό τρίγωνο" που τον έχει σημαδέψει και τον Καραμάνο, με την παράσταση να αποκτά όσο περνά η ώρα όλο και περισσότερους συμβολισμούς, πριν να κλείσει τον κύκλο της για να καταλήξει σε μία ονειρική σκηνή, όπως και στο βιβλίο.
Μόνο ως άθλος μπορεί να χαρακτηριστεί η θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος από τον Στρατή Πασχάλη και η μεταφορά του στο θεατρικό σανίδι από τον Δημήτρη Τάρλοου και τους συνεργάτες του. Οι σημαντικότερες στιγμές, τα σημαντικότερα πρόσωπα, η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος βρίσκονται όλα εδώ.
Μπορεί να μην υπάρχουν οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές και η πιστή απεικόνιση της εποχής, να μην είδαμε την περιγραφική γλώσσα του Καραγάτση να παρουσιάζεται επί σκηνής σαν εικόνα, να μην υπάρχουν όλοι οι χαρακτήρες ούτε όλες οι στιγμές τους. Στο δεύτερο μισό, πάλι, του έργου θα θέλαμε περισσότερο χρόνο για να "αφομοιώσουμε" τις μεταμορφώσεις των πρωταγωνιστών. Η παράσταση, όμως, ρίχνει το βάρος στον ίδιο τον Γιούγκερμαν, στις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας του, στους φίλους και τους ανθρώπους του, σε μία μοναδική πορεία, που ξεκινά σαν ταξίδι μέσα στο χρόνο για να καταλήξει σε ταξίδι στην ίδια την ανθρώπινη ψυχή με τα καλά και τα άσχημά της, δίνοντας μία επική διάσταση σε αυτή τη σύγχρονη τραγωδία.
Περνώντας στα οξύμωρα χαρακτηριστικά του έργου, αν και έχει γίνει λόγος για τα λιτά σκηνικά, όταν σκεφτόμαστε το σύνολο των σκηνών στην τρίωρη διάρκεια της παράστασης, αλλά και το πώς αυτές συνδυάζονται και υποστηρίζονται από τα υπόλοιπα στοιχεία της, συνειδητοποιούμε το μέγεθος του εγχειρήματος και της παραγωγής. Παράλληλα, αυτή η αφαιρετικότητα λειτουργεί ως πλεονέκτημα, επιτρέποντας τις ταχύτατες εναλλαγές, τον γρήγορο ρυθμό, την επικέντρωση στους χαρακτήρες και στις ερμηνείες των ηθοποιών, καθώς και την ανάδειξη της διαχρονικότητας του κειμένου.
Το δεύτερο σημείο είναι το πώς ο συγκεκριμένος Γιούγκερμαν καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα τόσο η παράσταση του Γιάννη Στάνκογλου, ο οποίος αποτελεί την πλέον ιδανική επιλογή για το ρόλο με την εικόνα του να ταυτίζεται απόλυτα με το πρόσωπο που υποδύεται, όσο και ένα θέατρο συνόλου, με κάποιες από τις πιο δυνατές στιγμές του έργου να ανήκουν στους συμπρωταγωνιστές του. 18 ηθοποιοί με κάποιους εξ' αυτών να παίζουν 3 και 4 χαρακτήρες, χωρίς αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό, με άριστη χημεία μεταξύ τους σε ερμηνείες που συνυπάρχουν αρμονικά με εκείνη του Στάνκογλου, άλλοτε υποστηρίζοντάς τον και άλλοτε κερδίζοντας με την παρουσία τους τη σκηνή, χωρίς, όμως, να τον επισκιάζουν.
Ξεχωρίζουν ο Χρήστος Μαλάκης ως Καραμάνος σε μία απαιτητική ερμηνεία, έχοντας και τη δυνατότερη στιγμή της παράστασης, που αποτελεί και τον χαρακτήρα - κλειδί στην αλλαγή του Γιούγκερμαν και η αιθέρια παρουσία της Θάλειας Σταματέλου, που ενσαρκώνει ιδανικά την εύθραυστη φύση της αγάπης. Καλή στο ρόλο της Ντάινας η Βασιλική Τρουφάκου, χωρίς όμως να πείθει στον ίδιο βαθμό σε σχέση με τους υπόλοιπους ως η ξελογιάστρα και ο παράφορος πόθος του πρωταγωνιστή, βρισκόμενη ανάμεσα στις εξίσου σαγηνευτικές παρουσίες της ομάδας. Ταιριαστή με το αυθεντικό υλικό η επιλογή του να υποδύεται η ίδια ηθοποιός την Ντάινα και τη μητέρα του Γιούγκερμαν, υποδηλώνοντας τα οιδιπόδεια συμπλέγματα και τα παιδικά τραύματα του χαρακτήρα, που είχαν στιγματίσει την ψυχή του.
Κλείνοντας, δε θα ήταν υπερβολή το να ισχυριστούμε πως ο θεατρικός Γιούγκερμαν αποτελεί έναν μικρό καλλιτεχνικό θρίαμβο, καταφέρνοντας, παρά τις "εκπτώσεις" που αναπόφευκτα έπρεπε να γίνουν κατά τη θεατρική μεταφορά, να διατηρήσει την ουσία του μυθιστορήματος, που δεν είναι άλλη από τον πρωταγωνιστή της και τις ευλογίες μαζί με τις κατάρες που "κουβαλά" η ανθρώπινη φύση. Το αποτέλεσμα εντυπωσιάζει, πόσο μάλλον όταν πρόκειται και για την πρώτη προσπάθεια, σε ένα έργο που, στηριζόμενο στο αριστούργημα του Καραγάτση, πετυχαίνει να δημιουργήσει τον δικό του ξεχωριστό μύθο με την ελπίδα πως θα υπάρξει και συνέχεια.
Ακόμη και αν τα όσα ακολουθήσουν καταφέρουν να το ξεπεράσουν σε στήσιμο και απόδοση, θα μείνει ανεξίτηλη η εικόνα ενός ανεπανάληπτου Στάνκογλου, αιώνια μόνου ανάμεσα στην παραζάλη μίας ζωής που είχε "φύγει" πριν καν ακόμα ξεκινήσει και στα φαντάσματα των σκιών της, θυμίζοντάς μας τα λόγια του φίλου που έφεραν την τραγωδία της ελπίδας, πως «η μοίρα των ανθρώπων είναι ο Θάνατος».
Νίκος Πράσσος
12.12.2019, paspartou
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση Γιούγκερμαν εδώ.