Κάποια λιτά τραπέζια παραταγμένα, κάτι σαν τη ραχοκοκαλιά ή, σαν το ποτάμι του χρόνου. Σπαρτά φυτά και ρίζες έωλες στο κενό, τα κοσμούν. Διάσπαρτοι κόσμοι από κορμιά που άλλοτε είχαν βλαστήσει κι έπειτα αποκαμωθεί, στις όχθες της εμπειρίας τους. Σώματα που ακινητούν. Ακέραια. Σα ναυαγοί λιπόθυμοι και στραγγισμένοι.
Πρώτος παλμός.
Κάποια κορμιά τινάσσονται και ηρεμούνε πάλι.
Δεύτερος παλμός.
Κι άλλα κορμιά τινάσσονται. Μνήμες εκρήγνυνται στα σωθικά τους.
Τρίτος παλμός.
Όλο και περισσότερα μέλη ζωντανεύουν, χέρια, καρδιές και κλείδες που θεριεύουν, κι έπειτα πάλι ηρεμούν. Σαν ένας πίνακας που αφυπνίζεται, που λίγο λίγο βρίσκει την ανάσα του και αρχίζει να σαλεύει. Φιγούρες που ζωντανεύουν προτάσσοντας τα χέρια τους, μας παραπέμπουν στην αγέρωχη φιγούρα της Pina Bausch στο café Muller, μια σάρκινη σκιά που ονειροβατεί μεταξύ έρωτα και θανάτου. Η άρση των σωμάτων τελετουργική, μια υπαρξιακή έκκληση συνένωσης με «τα λόγια που έλειπαν».
Επόμενος παλμός.
Τα σώματα ενεργοποιούνται από τα βιολιά της ποίησης που σουβλίζουν εμπρηστικά τη μύηση της νιότης στη χώρα της απόγνωσης, έδαφος γόνιμο για την ανθοφορία αιτημάτων. Ο Εμπειρίκος είναι παντού. Σε μια εμπειρία κοινή. Με κεντρικό δραματουργικό άξονα το ποίημα «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Α. Εμπειρίκου και από το ταυτόχρονο συμβάν μιας κηδείας και τις σαρκικές εξάρσεις επιβατών λεωφορείου στο απόλυτο φως του καλοκαιριού, μέσα στην καθετότητα του Ελληνικού μεσημεριού και του ανθρώπινου καύσωνα, συνειδητοποιεί, την άρρηκτη σχέση έρωτα και θανάτου και την παροντοποιεί μέσα στον Κλήρο του Μεσημεριού.
Από εκεί ξεκινάει το νήμα και με τη βελόνα της διακειμενικότητας ο Στρατής Πασχάλης κεντάει με δεξιοτεχνία μια σύνθεση διαφορετικών ποιητικών διαλέκτων, αφού όπως ο ίδιος σημειώνει, στη μεγάλη ποίηση, στην υψηλή της αντίληψη, όλα ενώνονται. Έτσι, με μετρονόμο τη φράση «Ήτο Ιούλιος» του Εμπειρίκου, η οποία επανέρχεται τακτικά δίνοντας τόνο στην αφήγηση, βρισκόμαστε στο «θείος Ιούλιος μήνας» του Καβάφη, και ακολουθούν ο Σεφέρης και ο Κλωντέλ, ο Καρυωτάκης και ο Ελύτης, ο Σολωμός και η Σαπφώ, ο Εγγονόπουλος και ο Καββαδίας, η Πολυδούρη και ο Χορτάτσης.
Η εμπνευσμένη σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Τάρλοου έρχεται να απογειώσει το εγχείρημα που ως έρως «έλθοντ’ έξ οράνω», συνομιλώντας απευθείας με τον Ανατόλι Βασίλιεφ «αυτό το θέατρο ονειρεύτηκα, ένα θέατρο θαρρείς δοσμένο από τον ουρανό που κατέβηκε στη γη», εκμεταλλεύεται το κειμενικό υλικό με τον πιο γόνιμο τρόπο, κεντροθετώντας το ερωτικό φαινόμενο στην ακεραιότητα της ποίησης δείχνοντας πίστη και αξιοποιώντας τις δυναμικές της στο έπακρο. Έτσι, έχοντας επίγνωση ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιες πιο «αφηρημένες κατηγορίες» ίσως, με κάτι λιγότερο υλικό και περισσότερο εννοιακό, επιλέγει να δημιουργήσει εικόνες για να αναδείξει αυτό που μας δημιουργεί, αυτό που διακινεί μέσα μας ο στίχος, και όχι να τον επαληθεύσει. Έτσι, μέσα από μια εικονοποίηση άλλοτε λυρική και άλλοτε δημώδη, η πιο κοινή εμπειρία λαμπαδιάζει και σφάζεται, ερυθριάζει από κατάνυξη τον πάγο του χρόνου. Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος μύθου αναβαπτίζεται σε σαρκικές πτυχώσεις και υποσχέσεις θεϊκές, από τα Μινωικά στήθη που κελαρίζουν σαν τσαμπιά σαγήνης στο σφρίγος της νιότης, έως τις αισθητικές μνείες στον Γιάννη Τσαρούχη, «η έξαλλος παρέλασις περιπαθών δαιμόνων» πρωτοστατεί, με ζυγισμένες δόσεις δραματικότητας και ελαφράδας.
Η ευαίσθητη αυτή ισορροπία σε συνδυασμό με την άρτια καθοδήγηση των ηθοποιών, οι οποίοι ένας προς έναν καταθέτουν σπαρακτικές ερμηνείες, την αρωγή των δύο εξαιρετικών μουσικών επί σκηνής, καθώς και της καθοριστικής συμβολής των φωτισμών, ο Δημήτρης Τάρλοου ενορχηστρώνει υποδειγματικά την ιδιαίτερη αυτή σκηνική αφήγηση, αφήνοντας στον θεατή το αποτύπωμα μιας εμπειρίας αιώρησης, μιας διερώτησης εάν αυτό που είδε υπήρξε, ή όχι.
Πληροφορίες & αγορά εισιτηρίων
Παναγιώτης Καλυβίτης
18.02.2020, fragilemag