Έχοντας ήδη συμπληρώσει πάνω από 215 sold-out παραστάσεις, ο «Γιούγκερμαν», το εμβληματικό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, παρουσιάζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Πορεία (έως τις 12 Απριλίου), σε διασκευή Στρατή Πασχάλη και σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου.
Στο ρόλο του Φιλανδού αριστοκράτη, που καταφεύγει μετά τη ρωσική επανάσταση στην ηλιόλουστη Ελλάδα για να βρει την τύχη του και εν τέλει συναντά το πεπρωμένο του, ένας από τους πιο ταλαντούχους και δικαίως αναγνωρισμένους έλληνες ηθοποιούς, ο Γιάννης Στάνκογλου. Μαζί του ένας πολυμελής θίασος καταξιωμένων και νεότερων ηθοποιών και μουσικών, που ζωντανεύει με εκφραστική λιτότητα και ερμηνευτικό πάθος, κομβικούς και δευτερεύοντες δραματουργικά ρόλους.
Γραμμένος το 1938, σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο της ζωής του συγγραφέα, ο Γιούγκερμαν, που αποτελεί μέρος της τριλογίας με τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο» (γράφτηκε δύο χρόνια μετά τη Μεγάλη Χίμαιρα και πέντε χρόνια μετά τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν) κρύβει κάτω από την πεσιμιστική, σχεδόν μηδενιστική του επίφαση, όλη την τρυφερότητα, την αγάπη και την κατανόηση του συγγραφέα, απέναντι στα πάθη των ανθρώπων, μην εξαιρώντας τον εαυτό του από την κοινή μοίρα των θνητών.
Με τα Στερνά του Γιούγκερμαν να επι-τιμούν τα πρώτα, η σκηνική αφήγηση του βίου και της πολιτείας του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν, γόνου πλούσιας οικογένειας και Ιλάρχου της Λευκής Φρουράς του τελευταίου Τσάρου, εκκινεί αντίστροφα με αφετηρία το χιονισμένο τοπίο του Τάμερφορτ. Μαζί με τον ηλικιωμένο πλέον ήρωα, αρχίζουμε να ξετυλίγουμε μέσα από έντεχνα δοσμένα φλας μπακ που δια-πλέκουν το χώρο και το χρόνο, το μπερδεμένο κουβάρι μίας πολυτάραχης ζωής που μοιάζει με Οδύσσεια, μόνο που στο τέλος δεν περιμένει τον ήρωα η Ιθάκη, αλλά ένα δυστοπικό μπουντουάρ, μετέωρο ανάμεσα στην Κόλαση και τον Παράδεισο της ίδιας ανυπαρξίας.
Ποιος είναι όμως αυτός ο ξανθός, σκανδιναβικής καταγωγής και ρωσικής κουλτούρας, μυστηριώδης άντρας που κυκλοφορεί φορώντας τη μεγάλη του στολή στις πιο κακόφημες συνοικίες του Πειραιά, σαν μασκαράς που ξέμεινε από κάποιο αποκριάτικο πάρτι, προκαλώντας αρχικά τη χλεύη και στη συνέχεια το δέος όσων διασταυρώνονται μαζί του; Τραυματικά παιδικά χρόνια, ένας φόνος, εμπορία ναρκωτικών, ποτό, χαρτοπαιξία, εκβιασμοί, απάτες και πολλά ακόμη, συνθέτουν το εγκληματικό βιογραφικό του, καθιστώντας τον ιδανικό υλικό στα χέρια ενός συγγραφέα τόσο διαστροφικά ιδιοφυή, όσο ο Μ. Καραγάτσης.
Ο Γιούγκερμαν είναι ένα έργο με έντονα αυτοβιογραφικά - και βιογραφικά - στοιχεία που εντοπίζονται στους περισσότερους χαρακτήρες του έργου και τα γεγονότα που περιγράφονται, με αποκορύφωμα το alter ego του ξενόφερτου τυχοδιώκτη, τον κυνικό και ψυχικά ασταθή τραπεζικό υπάλληλο και συγγραφέα Μιχάλη Καραμάνο, που υποφέρει από χρόνια αϋπνία και είναι εθισμένος σε διάφορες ουσίες, διαθέτοντας ωστόσο ικανή πνευματική διαύγεια, ώστε να ολοκληρώνει τα βιβλία του που αντίθετα με τον ίδιο σφύζουν από ζωή και αφυπνίζουν την κοιμισμένη συνείδηση του ακόλαστου Φιλανδού. Τον απαιτητικό ρόλο του Μ. Καραμάνου ερμήνευσε υποδειγματικά ο Χρήστος Μαλάκης, ένας ηθοποιός με πηγαίο ταλέντο και άριστη τεχνική, του οποίου η ταύτιση με τον σπουδαίο λογοτέχνη ήταν ανατριχιαστικά ακριβής, ακόμα και φυσιογνωμικά.
Ο Γιάννης Στάνκογλου, μεστός, επιβλητικός και σε στιγμές βαθιά ανθρώπινος, πρωτοστάτησε μίας ελίτ ηθοποιών, υποδυόμενος το ρόλο-σύμβολο του παραπλανημένου θνητού, που αναζητά στις υλικές απολαύσεις το νόημα της ζωής για να μυηθεί στην πορεία στον κόσμο της γνώσης και της επίγνωσης, εκεί που τίποτα δεν είναι πια δεδομένο. Ο Γιούγκερμαν (ως άλλος Ζορμπάς από την ανάποδη) θα μυηθεί στα μυστήρια της διανόησης, της φιλοσοφίας και του αγνού έρωτα, εκεί όπου η σαρκική πράξη θα αναχθεί σε ιερή ένωση, οδηγώντας τον ήρωα σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, πολύ πιο ανοίκειο και εν τέλει επώδυνο.
Συγκλονιστικός από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή, όπως προείπαμε και ο Χρήστος Μαλάκης ως Μιχάλης Καραμάνος μας μετέδωσε με την ερμηνεία του μία πληθώρα συναισθημάτων, αλλά και όλο το νοηματικό υπόβαθρο του αποφθεγματικού λόγου του συγγραφέα.
Στο ρόλο των τριών γυναικών που σημάδεψαν τη ζωή του βορειοευρωπαίου που βρίσκει στην Ελλάδα το Υψηλό, για να ξαναγυρίσει στο τέλος εκεί που το DNA του τον είχε εξαρχής καταδικάσει, δύο ικανότατες ηθοποιοί, η Βασιλική Τρουφάκου/Ντάινα-Λίλυ και η Θάλεια Σταματέλου/Βούλα, ερμήνευσαν με δύναμη, πειθώ και συναισθηματικό πλούτο τις δύο (τρεις εν προκειμένω) όψεις του ίδιου νομίσματος. Η κακομαθημένη Ντάινα της Β. Τρουφάκου ήταν όσο σκανδαλώδης απαιτούσε ο ρόλος της, συμβολίζοντας παράλληλα την ηθική παρακμή της ραγδαία ανερχόμενης αστικής τάξης της εποχής του μεσοπολέμου. Η ίδια ηθοποιός μεταμορφώνεται στην εξίσου φιλήδονη και επιρρεπή στις καταχρήσεις Λίλυ, μητέρα του Γιούγκερμαν, η οποία έθεσε τις βάσεις για τη δική του προβληματική συμπεριφορά, με τον συγγραφέα – καθόλου τυχαία – να τις ταυτίζει εμφανισιακά, υπερτονίζοντας το οιδιπόδειο σύμπλεγμα του ήρωα και αναδεικνύοντας την έντονα ψυχαναλυτική χροιά του έργου. Στον αντίποδα, η Βούλα της Θάλειας Σταματέλου, ήταν περισσότερο ιδέα παρά ανθρώπινο ον, εύθραυστη, τρυφερή, παθητικά επαναστατική, χαρίζοντας στον Γιούγκερμαν, λίγο πριν από τη δική της μεγάλη φυγή, την πιο πολύτιμη εμπειρία της ζωής του και τον πιο αληθινό και βαθύ πόνο.
Στους χαρακτηριστικούς ρόλους των δύο ανύπαντρων αδερφών, της Αλκμήνης και της Ασπασίας, που υπενοικιάζουν στον γοητευτικό ξένο ένα δωμάτιο στο διώροφο που διαμένουν, πλέκοντας με γλυκιά αφέλεια τον δικό τους μύθο γύρω από αυτόν, οι εξαιρετικές Δανάη Σαριδάκη και Καίτη Μανωλιδάκη αντίστοιχα. Η ευαίσθητη και ρομαντική Αλκμήνη της Δ. Σαριδάκη, θα συντριβεί από την πραγματικότητα και θα καταδυθεί στον δικό της Άδη, σε μία από τις πιο δυνατές σκηνές της παράστασης, ενώ η Καίτη Μανωλιδάκη μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή τόσο ως Ασπασία, αλλά και σε όλους τους άλλους ρόλους που κλήθηκε να υποδυθεί – συγκλονιστική ως η μητέρα του Μ. Καραμάνου - δίνοντας και το στίγμα της καταγωγής του έκπτωτου αριστοκράτη.
Το ίδιο ισχύει και για τους έμπειρους και καταξιωμένους ηθοποιούς Χάρη Εμμανουήλ-Αγγουράκη, Γιάννη Νταλιάνη, Νίκο Καλαμό και Δημήτρη Μπίτο που ξεχώρισαν ερμηνεύοντας μερικούς από τους πιο κομβικούς ρόλους του έργου, με τον Χ. Εμμανουήλ -Αγγουράκη να μας συστήνει μεταξύ άλλων έναν άβουλο και σοβαροφανή μέσα στον ξεπεσμό του Σκλαβογιάννη, που δέχεται τις επικρίσεις του πατέρα του και αυτοδημιούργητου εργοστασιάρχη Γέρο-Στρατή, τον οποίο υποδύθηκε σε όλο το λαϊκό μεγαλείο του ο εξαιρετικός Ν. Καλαμό, που απολαύσαμε και στο ρόλο του σαρκαστικού Υπηρέτη-Αφηγητή. Δωρικός και γεμάτος πικρή ειρωνεία ο Λιάπκιν του Δημήτρη Μπίτου, που ερμήνευσε το ίδιο πειστικά και τους υπόλοιπους ρόλους που του αναλογούσαν. Ο Γιάννης Νταλιάνης απέδειξε για μία ακόμα φορά το εύρος του ταλέντου του, ερμηνεύοντας ιδανικά τον Θωμά Παπαδέλλη, τον τραγικό πατέρα της Βούλας και δύο εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ρόλους, αναδεικνύοντας την κωμική, αλλά και την πιο γοητευτική του πλευρά.
Αριστοτεχνικά καίριος στο ρόλο του Κλεό, ο Αλέξανδρος Βαμβούκος, σκιαγράφησε με γλαφυρότητα το πορτραίτο του γλοιώδη, ξενομανή έμπιστου της οικογένειας Σκλαβογιάννη. Ο Γιάννης Σοφολόγης ήταν ακριβώς αυτό που απαιτούσε ο ρόλος του ως Γιώργος Μάζης, δηλαδή ένας άβγαλτος και κάπως αδέξιος νεαρός διχασμένος ανάμεσα στον έρωτα και τις σπουδές του, ο οποίος επιλέγοντας το δεύτερο πληρώνει το ανάλογο τίμημα. Ο Ανδρέας Νάτσιος ήταν αφοπλιστικά αληθινός ως Νάσος, ένας λαϊκός άνθρωπος που αρνείται να υπηρετήσει τα μεγαλεπήβολα επιχειρηματικά σχέδια του Γιούγκερμαν.
Οι χαριτωμένες και γεμάτες φρεσκάδα Μπίλιω Μαρνέλη, Ειρήνη -Ερωφίλη Κλέπκου και Στεφανία Γώγου ήταν ακριβώς αυτό που απαιτούσαν οι ρόλοι τους, διαθέτοντας εντυπωσιακές φωνητικές δυνατότητες και κινησιολογική άνεση. Απολαυστικός κι ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας, ερμήνευσε με ενθουσιασμό τρεις διαφορετικούς ρόλους.
Η πολυτάλαντη Λήδα Μανιατάκου κέρδισε τις εντυπώσεις, ερμηνεύοντας με έναν μοναδικό συνδυασμό θηλυκότητας και δυναμισμού μια σειρά από χαρακτηριστικούς γυναικείους χαρακτήρες, ενώ μαζί με την Λένα Χατζηγρηγορίου συνυπογράφουν τις βραβευμένες μουσικές προσαρμογές και τα ηχοτοπία της παράστασης, με την εξαιρετική μουσική της Κατερίνας Πολέμη (που επίσης βραβεύτηκε) να μας ταξιδεύει από το Τάμερφορς στον Πειραιά, από την Αθήνα στη Μυτιλήνη, από την Ακράτα στη Θεσσαλονίκη και όπου αλλού ανέρχεται και κατέρχεται ο Γιούγκερμαν, σε αυτό το ονειρικό και ταυτόχρονα εφιαλτικό ταξίδι αυτογνωσίας.
Μουσικός επί σκηνής η Στέλλα Ζιοπούλου, που συνέβαλε καθοριστικά στη σύνδεση των επιμέρους εικόνων, συμμετέχοντας διακριτικά μεν, αλλά πολύ ενεργά, στην πλοκή της παράστασης.
Στο υψηλής αισθητικής σκηνικό περιβάλλον που δημιούργησαν οι Έλλη Παπαγεωργακοπούλου και Δημήτρης Αγγέλης , φορώντας τα βραβευμένα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, φωτισμένοι ατμοσφαιρικά από τον Αλέκο Αναστασίου και με την καθοριστική συμβολή της Κορίνας Κόκκαλη που επιμελήθηκε την κίνηση και τις χορογραφίες, όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης – ανεξαιρέτως – λειτούργησαν ως ένα ενιαίο θεατρικό σώμα, με τον προβολέα να πέφτει στον καθένα ξεχωριστά, για να φωτίσει τις πτυχές της δικής του προσωπικότητας, της δικής του παράπλευρης πραγματικότητας. Πάνω στον «ιμάντα της ζωής» που αποδόθηκε σκηνογραφικά με ευρηματικότητα, φέρνοντας κοντά και απομακρύνοντας τους ήρωες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή, άνθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, κυλούν προς την άγνωστη μοίρα τους.
Ο Στρατής Πασχάλης, βαθύς γνώστης και μελετητής του έργου του Μ. Καραγάτση, αλλά και σταθερός συνεργάτης του θεάτρου Πορεία, κατάφερε να χωρέσει μαεστρικά 1.200 σελίδες καταιγιστικής αφήγησης σε ένα θεατρικό κείμενο που αφηγείται την άνοδο και την πτώση του Γιούγκερμαν, διατηρώντας ατόφιο τον πυρήνα ενός μυθιστορήματος που αλλάζει υφολογικά κατά τη διάρκεια της εξέλιξής του, αψηφώντας ακόμα και αυτές τις ίδιες τις συγγραφικές νόρμες και έχοντας σαφείς ιστορικές, φιλοσοφικές, υπαρξιακές, ψυχαναλυτικές, ηθογραφικές και κοινωνικοπολιτικές αναφορές και προεκτάσεις.
Ο Δημήτρης Τάρλοου, αντεπεξήλθε με αξιοσημείωτη επιτυχία στην ομολογουμένως δύσκολη αποστολή να μεταφέρει στο θέατρο ένα έργο, που έχει παρουσιαστεί με αξιώσεις στην τηλεόραση (έχοντας ο ίδιος υποδυθεί στην πρώτη μεταφορά τον Γιούγκερμαν σε νεαρή ηλικία!) ποντάροντας στην ποιότητα και την αλήθεια των ερμηνειών και την ουσιαστική αποτύπωση των σχέσεων των ηρώων, έναντι άλλων εφέ εύκολου εντυπωσιασμού. Με απόλυτα σύγχρονους καλλιτεχνικούς όρους, λυρική αφαιρετικότητα, ισορροπημένο ρυθμό και έχοντας στη διάθεσή του ένα ανανεωμένο καστ πρωταγωνιστών, που υποστηρίχτηκε από το σύνολο μίας προσεγμένης παραγωγής, ο ταλαντούχος δημιουργός παρουσιάζει για δεύτερη χρονιά φέτος μια παράσταση που μοιάζει με τη μεταφυσική εμπειρία, ενός ανθρώπου που τον στοιχειώνουν τα φαντάσματα του παρελθόντος και λίγο πριν πεθάνει βλέπει τη ζωή του να περνάει από μπροστά του σαν φιλμ.
Ήχοι, εικόνες, αρώματα και μουσικές από όλη την υφήλιο, συναντιούνται στο σταυροδρόμι του κοσμοπολιτισμού και της παράδοσης, της ομορφιάς και της ασχήμιας αυτού του κόσμου, στις μικρές και μεγάλες μας προδοσίες, στα πιο αρχέγονα ένστικτα και τα μεγαλύτερα πνευματικά μας επιτεύγματα, με φόντο μια Ελλάδα και μια Ευρώπη που αλλάζει…και συνεχίζει να μας τρομάζει.
Μια παράσταση - εμπειρία που ψυχαγωγεί και προβληματίζει, παραμένοντας ζωντανή μέσα μας και μετά τη θέασή της.
Λίλα Παπαπάσχου
25.02.2020, ΘΕΑΘΗΝΑΙ