Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

16 Μαρτίου 2020
Δόξα Κοινή l Κριτική
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Στο θέατρο Πορεία, διδάχθηκε τον Φεβρουάριο 2020, μια αλληγορία του έρωτα και της ψυχικής συντριβής, της ευτυχίας, της μεθυσμένης νεότητας, της ηδονής, μέσα από τις οποίες αναβλύζει ένα ονειρικό πεδίο, έτοιμο να ξεχυθεί στις κλειδώσεις των εραστών και να γεμίσει φαντασιώσεις τα ξαναμμένα κορμιά του θέρους. Τα επί σκηνής δρώμενα, με τον τίτλο Κοινή Δόξα, εις ανάμνησιν του κορυφαίου εγχώριου σουρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, αρθρώθηκαν προς ώθησιν των αισθήσεων στα όριά τους, τουτέστιν με ρόλο καθημαγμένων ψυχών, κυλιομένων στους κρημνούς της ακολασίας· οι ομόαιμοι διψασμένες γοργόνες, εκφεύγουν της σάρκας και επιδίδονται σε παρθένια· τα κοράσια των ψευδαισθήσεων σκέπτονται μόνον τα πάθη και παραβλέπουν τις συνέπειες· οι καρδιές των επιβητόρων ολιγωρούν, ως εάν αόρατες δυνάμεις καταλαμβάνουν τις συνειδήσεις και εισβάλλουν ασπαίρουσες στα μύχια των εγκεφάλων. Ο Μέγας οραματιστής της Άνδρου συσκοτίζει τα πράγματα και αναζητά ενεός τον χρόνο, για να γιατρευτεί από την ανάστατη σκέψη του. Όμως, δεν είναι μόνος· έχει συμμαχητή τον κορυφαίο, γιό του Μπολιβάρ Νίκο Εγγονόπουλο· από κοντά ακολουθεί και ο Αιγαιοπελαγίτης τροβαδούρος Οδυσσέας Ελύτης· σιγοντάρει βέβαια, ο θαλασσινός Μαραμπού Νίκος Καββαδίας· ατενίζουν χαρούμενοι οι ημέτεροι γίγαντες Διονύσιος Σολωμός, Γιώργος Σεφέρης και Γιώργος Σαραντάρης· κινείται πάνω από τα σύννεφα ο ευφυής αυτόχειρ Κώστας Καρυωτάκης και η κατ’ επίφασιν ερωμένη του Μαρία Πολυδούρη· και ο ιδιοφυής εικαστικός Γιάννης Τσαρούχης· και ο ηδονικός Κωνσταντίνος Καβάφης· και ο Γεώργιος Χορτάτσης, οπλισμένος με την Ερωφίλη του· και ο συντετριμμένος Ηπειρώτης Μενούσης· και τα παινέματα της αγαπητικής· κι όλα υπό την σκέπη της Σαπφούς, που με το Δέδυκε μέν ά σελάννα, υπερίπταται των νεωτέρων και παιανίζει, ραίνουσα μύρα, χάριν του έρωτος.  

Όλα αυτά χώρεσαν στο μυαλό του Στρατή Πασχάλη, που έπλεξε ένα χρυσόμαλλο δίχτυ, για να εμπνευστεί, ως Άρχων οφικιάλιος, από τη συνέχεια της γλώσσας και των ιδεών. Με αυτόν τον τρόπο ήταν αδύνατον να μην παραχθεί ένα ιδεατό ταξίδι στα σύννεφα και στις οπτασίες. Ο επιφανής μαΐστορας Δημήτρης Τάρλοου, il migliore Fabro, διάδοχος επιφανών, που διέθετε ήδη τον αναγκαίο νοητικό οπλισμό, σφύζων από ανασασμούς, παρέλαβε τα ηχητικά γλυκίσματα και τους χάρισε κορμιά και εικασίες, προς ηδυσμόν ημών των φιλιστόρων.

Η παράσταση Κοινή Δόξα δεν ήταν θέατρο, αλλά ερέθισμα των εφήμερων· ευπρόσωπες απαγγελίες στίχων, αγωνιούντων να έλθουν σε επαφή με τυχαία συμβάντα, με ασθμαίνουσες ιέρειες, με ερεθίσματα των ενστίκτων. Στην ουσία δεν υπήρχαν επεισόδια, παρά ευφάνταστα αγγίγματα επικούρειων επιταγών. Δεν θα παρήγαγαν, όμως, θετικά οράματα, αν έλειπε η εξαίσια μουσική επένδυση και ο επί σκηνής οργανοπαίκτης, που καθήλωσε τα πάθη και αναζωογόνησε τις θλιμμένες καρδιές. Με την αποφασιστική τους παρέμβαση οι μουσικοί φθόγγοι, συνέδεσαν τον μύθο και παρέδωσαν μια ευμελή ιστόρηση του θερμού Ιουλίου, εις την οδό Φιλελλήνων, όπου ο έρωτας και ο θάνατος οδεύουν χέρι χέρι.

Οι υποκριτές υπεισήλθαν, ως άξιοι μαθητές, στις διδαχές των γενναίων, που κράδαιναν αληθείς πορφυρές ρομφαίες, προς αποτύπωσιν του εκμαυλιστή έρωτα (Έρος δητέ μ’ λυσιμελής δόνει)· και έφεραν τα ιμάτιά τους προσφορά στις στρατιές ανελέγκτων σπασμών, ασυλλόγιστα, πεπερασμένα, διεγερτικά ως όφειλαν, υπό τα λάβαρα της γύμνιας, του αιώνιου οίστρου της ζωής, που καμώνεται τον φόβο του θανάτου. Ο σκηνοθέτης, δεν άφησε αμφιβολίες· απαίτησε, και το πέτυχε, να τιθασεύσει τις σεμνότυφες, που περιδιάβαιναν στα λεωφορεία, ασθμαίνουσες, υπό τις ανήθικες επαφές των αρρένων, και να τις μετατρέψει σε θεές του έρωτα, προς υπηρέτησιν των φαύνων. Τα άγουρα νιάτα, εκ πρώτης όψεως, θα περιέπιπταν σε ολέθρια λάθη, πλην εκείνα αναθάρρησαν, με τη συνδρομή του οδηγητή τους, και σκιτσάρισαν, ως έντιμοι επαγγελματίες, τύπους αλλόφρονες, υπό τα νέφη του Συντάγματος της Ηδονής. Το παράδοξο ήταν η αυτάρκης φαντασία, με τη μορφή παιδίσκης ωραιοτάτης, ελπίδας μας αυριανής, που δεν άφησε εκφυλιστικά ίχνη στα ανασταλτικά αντανακλαστικά των θεατών· διότι ανέδιδαν αγνότητα, αφού χωρίς αυτήν δεν φτιάχνουμε τίποτα το αληθινό. Άλλωστε, όταν περνά το Σύνταγμα της Ηδονής με μουσικήν και σημαίας, τούτη η έξαλλος παρέλασις περιπαθών δαιμόνων, εμείς οι αδαείς περί των φαντασμάτων και των σκιών, αποστρέφουμε τας κεφαλάς και ατενίζουμε κρυφίως το τριαντάφυλλον ροδώνος αττικού, γιατί οι κορασιές εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι, επομένως, πιστοί ακόλουθοι, συρόμενοι, ως επαίτες, αναιρούμε τις ενστάσεις, διότι αν ξέραμε οι δύστυχοι, θα είχαμε συγχωρήσει τους αμαρτωλούς και άσωτα τέκνα της απώλειας.

Οι μακρόστενες τάβλες, επί των οποίων και υπό τα οποία, διαδραματίσθηκαν όλα τα συμβάντα, άφησαν ελεύθερα τα πνεύματα να εξαφθούν, ως υψικάμινοι και να αντιληφθούν τα υπονοούμενα προς κάθαρσιν της σάρκας. Η στιγμιαία ευπρεπής γύμνωση των στηθών επέτρεψε στις νεάνιδες του πόθου να ριφθούν, ως οπτασίες, στις αγκάλες των αναμενόντων   επιβητόρων, αλλά και να υμνήσουν, χοηφόροι του Απόλλωνος, το λευκό, άρα ανέπαφο, νυφικό της Οφηλίας, ήγουν να πείσουν περί της αληθείας του Ηλίου· οι ρημαγμένες παιδίσκες, περιφερόμενες στα καλντερίμια του ημίφωτος, μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς, ενδίδουν στου έρωτα τις οιμωγές και κραυγάζουν, σκύλες ανίκητες στο παίγνιον των φύλων, όπου καραδοκούν και οι αλλότριοι, εκείνοι που περιφρονούν τα θηλυκά μηνύματα και επιχειρούν σάρκας απόλαυσιν με αγόρια της σειράς.       

Σημειώνω, τρία αρνητικά, χωρίς να μειώνεται στο ελάχιστον μια αυθεντική σύζευξη δύο αυτονόμων τεχνών, της ποίησης και του θεάτρου· η πρώτη παρατήρηση αφορά την απουσία ποιημάτων της τελευταίας πεντηκονταετίας· η δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στα κείμενα της συλλογής: δεν ήταν απαραίτητα τέσσερα κείμενα του Γιάννη Τσαρούχη, όπως επίσης πλεόναζαν οι Ζουρ Φιξ, το επεισόδιο με τον Εγγονόπουλο, το Ιδιόλεκτο, οι φωτογραφίες με φίλτρο, η επιστολή του Ν. Καββαδία στον Μ. Καραγάτση. Η τρίτη παρατήρηση εντοπίζεται στο ποίημα του Ν. Καββαδία Μαραμπού: παραλείπονται δύο στροφές, δηλαδή η 17η, και η 18η, με συνέπεια να μην αποδίδεται το ακριβές νόημα του ποιήματος, που αναφέρεται στην μετά από καιρό συνάντηση του ναυτικού με την πόρνη (βλ. 9η στροφή). Παρατίθενται οι κρίσιμοι στίχοι προς κατάδειξιν της αβλεψίας: «Δώδεκα φράγκα Γαλλικά...Μ βγαλε μία φωνή,/ κι εδα μία μένα ν κοιτ μ μάτι γριεμένο,/ κα μία τ πορτοφόλι μου...Μ᾿ πόμεινα κι γὼ/ ἕνα σταυρν πάνω της σν εδα κρεμασμένο….». «Ξεχνώντας τ καπέλο μου βγκα σν τν τρελό,/ σν τν τρελ πο διάκοπα τρικλίζει κα χαζεύει,/ φέρνοντας μέσα στ αμα μου μία ρρώστια τρομερή,/ πο κόμα βασανιστικ τ σμα μου παιδεύει».

Οι ηθοποιοί Αλέξανδρος Βαμβούκος, Άρης Μπαλής, Διονύσης Πιφέας, Ορέστης Χαλκιάς, Ηλιάνα Μαυρομάτη, Σίσυ Τουμάση, Θάλεια Σταματέλου, Αρετή Τίλη, υπό την καθοδηγητική εισαγωγή και τελείωση του έμπειρου Γιάννη Νταλιάνη απέδειξαν, ότι είχαν μελετήσει επαρκώς τα ποιήματα και χωρίς να διαθέτουν ενιαίο θεατρικό κείμενο, υπεισήλθαν, ως μεμυημένοι, στο ζητούμενο, ήτοι στη μορφοποίηση, μέσω σωματικών ελιγμών και απέδωσαν με αυστηρή σειρά την εκπεμπομένη ψυχική ανάταση εκ της υπερβατικής ποιητικής αυτάρκειας. Επιδόθηκαν σε επίπονη κατεργασία ποιητικών στιγμών και τις μετέτρεψαν σε θεατρική τελετουργία· υπηρέτησαν τον εμφανή συμβολισμό και ακολούθησαν, ως Αρχαιοελληνικός Χορός, την προϊούσα μύηση σε βακχικά σημαινόμενα, άλλως σε διονυσιακή έξαρση, άρα σε συγκινησιακούς παροξυσμούς, υπό την αδιόρατη καθοδήγηση του Έρως ανίκατε μάχαν.

Η Εύα Μανιδάκη σχεδίασε σκηνικά, ανταποκρινόμενα στην όλη προσπάθεια· έπρεπε να περιορίσει το πομπώδες, που αποπροσανατολίζει τον θεατή και να αφήσει να κυριαρχήσουν κυρίως ο λόγος, αλλά και οι κινήσεις ή τα συναισθήματα ή τα πάθη· με επιμονή στη λιτότητα, χωρίς περιττά στολίσματα, δημιούργησε μια σκηνή με δύο τραπέζια, με ελάχιστα άνθη, με μια ερυθρίζουσα παγοκολώνα. Οι δύο μουσικοί είχαν λάβει θέση στο αριστερό άκρο και έπαιζαν διακριτικά, χωρίς να επεμβαίνουν ενοχλητικά στα δρώμενα· η Λήδα Μανιατάκου στο όργανο και ο Μάριος Παπούλιας με τα δικά του έγχορδα, ζωντανά, γλύκαναν την αίθουσα με ζεστούς ατμοσφαιρικούς, ταιριαστούς ήχους. Άκρως επιτυχημένα ήταν τα κοστούμια των Αλέξανδρου Γαρνάβου και της Τζίνας Ηλιοπούλου, κυρίως των θηλέων, αν και θα ήθελα τα ανδρικά μέλη του θιάσου να ήταν περιστασιακά ενδεδυμένα αρχαιοελληνιστί (π.χ. με ιμάτια, χιτώνες, σανδάλια, επιβλήματα). Εξαιρετική ήταν η επιμέλεια κινήσεων της Κορίνας Κόκκαλη, ειδικά κατά την εν πορεία επί του ενός τραπεζίου των τεσσάρων ημίγυμνων κοριτσιών, εν είδει Μινωικών γυναικών. Τέλος οι επιτυχείς και ακριβείς φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου προσέφεραν στην όλη προσπάθεια ικανή συμβολή.

Η 60νταπεντάλεπτη Δόξα Κοινή θα μείνει, ως εμβληματική πρωτοπορία, με την οποία η ανάδειξη του ελάχιστου, του μικρού, της στιγμής, τράπηκε σε ουσιώδη, διδακτική, ανυπέρβλητη, συγκροτημένη θεατρική αναλαμπή, υπό μια γοητεύουσα, ως άγνωστη, ακριβολόγο, συναρπαστική, απόμακρη καθαρεύουσα, όπως ο πρωτεργάτης του υπερρεαλισμού ήθελε. Η εμπνευσμένη σπουδή της σάρκας και της απώλειας, δηλαδή η πορεία από το έρεβος στο εκτυφλωτικό σύμπαν, κάτω από ελεγειακή ποιητική διάλεκτο, δημιούργησε μια έξοχη, απαστράπτουσα θεατρική εμπειρία.

Κ. Γ. Βασιλείου, vakxikon

Πληροφορίες & αγορά εισιτηρίων

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ