Είναι άραγε το ένα έργο του έρωτα και το άλλο του θανάτου; Ή μήπως η άγνοια και η γνώση αποκτώνται και στα δύο με τρόπο οδυνηρό; Οι δύο παραστάσεις που παρουσιάστηκαν live streaming, από το θέατρο «Πορεία», είχαν την πρόκληση μιας διαφορετικής προσέγγισης στον Σαίξπηρ και στον Σοφοκλή. Κι αν αυτό μοιάζει τιτάνιο, οι δύο σκηνοθέτες φρόντισαν να διευκρινίσουν εξαρχής τις προθέσεις τους: «This is not Romeo and Juliet», σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Αργύρη Πανταζάρα (με τον ίδιο και την Ελλη Τρίγγου), και «Οιδίπους», μια σύνθεση βασισμένη στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή και στο σενάριο του Πιερ Πάολο Παζολίνι για την ομώνυμη ταινία, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά με τρεις ηθοποιούς (Μιχάλης Σαράντης, Μαρία Κεχαγιόγλου και Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης).
Και οι δύο παραστάσεις έχουν το πλεονέκτημα του χρόνου (διαρκούν 1 ώρα η κάθε μία) και της προσέγγισης της ουσίας, με τον τρόπο που κάθε σκηνοθέτης διάλεξε να την πυκνώσει. Τα 60 λεπτά, πάνω-κάτω, για να καταγραφούν ως πλεονέκτημα, πρέπει να έχουν πίσω τους επίπονη δουλειά, επινοητικότητα, βλέμμα, αφομοίωση του πρωτότυπου στο οποίο βασίζονται.
Στην πρώτη εκδοχή, με αφορμή τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, δύο νέοι ερωτεύονται σε ένα πάρτι μεταμφιεσμένων, εισβάλλουν στο θέατρο και υποδύονται τη ζωή τους με τα λόγια κάποιων άλλων, μυθικών εραστών. Ονειρεύονται, δραπετεύουν από την πραγματικότητα, συνομιλούν με τον θάνατο, και στα «διαλείμματα», όταν εκτροχιάζονται τα συναισθήματα, προσπαθούν –μάλλον μάταια– να ξαναβρούν τους εαυτούς τους. Αλλά ποιοι είναι όμως πλέον αυτοί οι «εαυτοί»; Από την άγνοια οδηγήθηκαν στη γνώση, στην αυτογνωσία. Τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο. Το δικό τους σήμερα αναμειγνύεται με ένα ξένο παρελθόν, αλλά, στο τέλος, ο χρόνος είναι ενιαίος, το ξένο γίνεται οικείο και το «δικό τους» ανοίκειο.
Στη δεύτερη παράσταση, τρεις αφηγητές ανασύρουν την ιστορία του Οιδίποδα ως αφηγηματικό παιχνίδι, αναπαριστώντας τη διαδρομή του ήρωα προς τη γνώση, τόσο ανυπόφορη και αμείλικτη στην περίπτωσή του, που τον οδηγεί στην αυτοτύφλωση. Η σκηνή, διάσπαρτη από λευκές μπλούζες, τοποθετημένες σε κρεμάστρες δαπέδου, ανισοϋψείς, υποχρεώνουν τον Οιδίποδα συχνά σε ένα δαιδαλώδες σλάλομ. Συνομιλεί με την Ιοκάστη/μητέρα σύζυγο, καθισμένοι δίπλα δίπλα, σε μια διαδικασία ερωτοαπαντήσεων. Κι όσο η αλήθεια διαφαίνεται, τόσο ο φόβος κατακλύζει κάθε σκέψη. «Αξίζει να παραδίδεις τη ζωή σου στον φόβο όταν η τύχη κυβερνά;», αναρωτιέται ο τρίτος αφηγητής. Η απευκταία (ή, μήπως, εντέλει λυτρωτική) γνώση οδηγεί την τραγωδία στην αιματηρή κάθαρση. Ποιος μπορεί να κουβαλήσει, σιωπηλά και ατιμώρητα, το βάρος ενός οιουδήποτε φόνου, πόσο μάλλον του πατέρα του (έστω κι αν, αρχικά, αγνοεί την ταυτότητά του); «Είναι η τραγωδία της Γνώσης, της αυτογνωσίας. Κι ασφαλώς η αυτογνωσία περιλαμβάνει τη γνώση των ορίων της ελευθερίας μας», είχε πει ο σπουδαίος Μίνως Βολανάκης (στον οποίο ανήκει και η μετάφραση του Σοφοκλή).
Θάνατοι αφόρητοι, αναίτιοι, συναισθήματα που κυμαίνονται με αδιανόητες, για κοινούς θνητούς, αυξομειώσεις, βαθύτερα από δάκρυα και θρήνους, βοηθούν να διεισδύσουμε στην καρδιά του μυστηρίου. Κάθε φορά που η ζωή παίρνει το πάνω χέρι και ο παράδεισος μοιάζει υπαρκτός, η κόλαση παραμονεύει για να οδηγήσει στη χώρα «απ’ όπου κανένας ταξιδιώτης δεν γυρίζει». Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, η Ιοκάστη, ο Οιδίποδας παραμένουν προβλήματα ανοιχτά. Τα πάθη, η μετάνοια, η συντριβή, η εξιλέωση, η άγρια ψυχική και σωματική βία, η πορεία από την οργή ώς την καταλλαγή, που μπορεί να είναι και παντοτινή σιωπή, όλα μοιάζουν στάδια μιας πορείας στην οποία η μοίρα κρυφοπαίζει με τον χαρακτήρα του καθενός.
Οι δύο παραστάσεις, μέσα από πολλαπλές αφαιρέσεις επιστρώσεων, είτε ερμηνευτικών είτε σκηνοθετικών, φέρνουν στην επιφάνεια αυτήν την ανησυχητική ερημία που αφήνουν τα έργα μεγάλης πνοής είτε διαδραματίζονται σε ένα δωμάτιο, είτε σε μια άδεια σκηνή, είτε σε αίθουσα ανακτόρων.
Θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως μάθημα συνομιλίας με τη θνητότητα, ακόμη κι αν πρόκειται για δύο ερωτευμένους νέους που «δεν είναι ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα». Μια συνομιλία εσωτερική, αινιγματική, που προχωράει στα ενδότερα για να συναντήσει το φως και το σκοτάδι.
Μαρία Κατσουνάκη, Καθημερινή, 26.12.2020