Ο Προμηθέας δεν ανήκει ούτε στην Ελλάδα αποκλειστικά, και ούτε είναι μόνο Έλληνας μυθολογικός ήρωας. Και τούτο, δεν συνάγεται μόνο από την σανσκριτική ρίζα της ετυμολογίας του ονόματός του (που σε διαφορετικούς τύπους και μορφές της μπορεί να σημαίνει κλοπή ή ληστρικός ή ραβδί ή ακόμα και σύνεση), αλλά παρακολουθώντας κανείς τους μύθους και τις δοξασίες άλλων λαών θα πέσει οπωσδήποτε πάνω σε κάποιον Προμηθαϊκο τύπο, που –με παραλλαγές ίσως – έρχεται σε σύγκρουση με κάποια ανώτερη δύναμη για το καλό του ανθρώπου και της εξέλιξης . ‘Η, αν δεν μας πείθει αυτό, ας ρίξουμε και μια ματιά στην Παλαιά Διαθήκη και στο προπατορικό αμάρτημα (ο απαγορευμένος καρπός της γνώσης κλπ) και ας κάνουμε τις απαραίτητες αντιστοιχίες και αναγωγές (με τις όποιες διαφοροποιήσεις που σηκώνουν και μια συζήτηση για τις εκάστοτε θεολογικές ποιότητες μιας και στο Βιβλικό κείμενο οι Άνθρωποι είναι αυτοί που τιμωρούνται για την ανυπακοή τους).
Ο Προμηθέας είναι πανανθρώπινο σύμβολο. Είναι η ενσάρκωση της Νόησης, της Σκέψης και της Αγαθής Προαίρεσης. Και ο Αισχύλος με τον Προμηθέα Δεσμώτη, ως μέρος της Προμήθειας (της τριλογίας που τα άλλα δύο μέρη της είναι χαμένα ή σώζονται ελάχιστοι στίχοι, του Προμηθέα Πυρφόρου και του Προμηθέα Λυομένου), έχοντας σαν βάση τον μύθο όπως καταγράφηκε από τον Ησίοδο, γίνεται ο πρώτος που προτείνει με την δραματοποίηση των παθών του αντάρτη ημίθεου, την φιλοσοφική αναζήτηση των δυνάμεων εκείνων που κινούν διαλεκτικά την εξέλιξη του ανθρώπου και της κοινωνίας. Ας μην ξεχνάμε, πως όσα περιγράφονται ή προφητεύονται είναι ήδη παρελθόν για τον χρόνο που τα γράφει ο ποιητής και όλα ή ήδη έχουν γίνει ή έχουν αποφευχθεί ή έχουν μεταβληθεί μέσα από αυτές τις συγκρούσεις που συντελούνται δραματουργικά. Έτσι ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου, αυτούσια και αυτόνομα, αποτελεί ο ίδιος μια διαχρονική καταγραφή του τρόπου με τον οποίο ρέει η ιστορία: το καινούριο αντιμάχεται το παλιό, οι νέες εξουσίες τις παλιές, νέα καθεστώτα επιβάλλονται από τη δυναμική του κοινωνικού προτσές ενώ η ιστορία της Ανθρωπότητας βρίθει από διωγμούς και από κατατρεγμένους, αναδεικνύοντας ήρωες , υπερήρωες και πρωτοπόρους που θυσιάζονται.
Μελετώντας κανείς τον Προμηθέα Δεσμώτη, μπορεί να διακρίνει συγκρουσιακά δίδυμα που έρχονται και ενισχύουν αυτήν την διαλεκτική αναζήτηση του ποιητή: το ακαταμάχητο του Δία και της Μοίρας που συγκρούεται με την εμμονική σταθερότητα του Προμηθέα (σε πρώτη ανάγνωση), το απόμακρο και απρόσιτο της Θεϊκής δύναμης με τον εξανθρωπισμό της («κατ΄εικόνα και καθ’ ομοίωση», θα καταγραφεί), τη σύγκρουση της μεγαλοψυχίας με την αλαζονεία, της βίας με την αντίσταση, της υποταγής με την ανυπακοή, της ανθρώπινης διάνοιας με την τυραννική εξουσία κλπ κλπ. Η ξεκάθαρη φιλοσοφική αυτή διάσταση της συγκεκριμένης τραγωδίας, ενισχύεται και από το γεγονός ότι η δράση είναι σχεδόν καθολικά απούσα, με εξαίρεση ίσως την πρώτη σκηνή. Σε όλες τις άλλες σκηνές απλά επιβεβαιώνονται σκηνικά αυτές οι συγκρούσεις των διδύμων, χωρίς να συντελείται τίποτα που να εξελίσσει το μύθο. Έτσι, ο Προμηθέας Δεσμώτης, σαφέστατα δεν είναι ένα θεολογικό/θεοκρατικό κείμενο (παρόλο που οι ήρωες του είναι όλοι υπερκόσμιοι), και είναι κάτι παραπάνω από πολιτικό: είναι νομοτελειακό μανιφέστο και γι αυτό κοσμογονικό, (ή και συντελειακό, αν δεχτούμε πως μετά από κάθε καταστροφή ακολουθεί η δημιουργία.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Άρης Μπινιάρης, κάτω από την ομπρέλα του Θεάτρου Πορεία και του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, συγκέντρωσε εξ αρχής το ενδιαφέρον. Όχι μόνο για την πολύ καλή υποκριτική ομάδα που στελέχωσε το θίασο, αλλά πρωτίστως για το ιδιαίτερο καλλιτεχνικό στίγμα και αποτύπωμα που έχει αφήσει με τις προηγούμενες παραστάσεις του. Ξεκινώντας από το ευφυές «Το 21», το «Θείο Τραγί» του Γιάννη Σκαρίμπα, και περνώντας στις τραγωδίες δωματίου «Βάκχες» και «Ηλέκτρα», έως τη νεοελληνική μεταπολεμική κωμωδία του Δημήτρη Ψαθά «Ξύπνα Βασίλη», και το «Ύψωμα 731» όλα υπό την μορφή ροκ ορατορίων και έχοντας ήδη παρουσιάσει τους «Πέρσες» του Αισχύλου στην Επίδαυρο πριν κάποια χρόνια, σε μια παράσταση που συζητήθηκε και αγαπήθηκε ιδιαίτερα, η εκ νέου επίσκεψη στο Αρχαίο Θέατρο υπήρξε πολυαναμενόμενη. Και αυτό, το ιδιαίτερο στίγμα του, είναι η πρώτη από τις δύο βασικές συνισταμένες που θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μιλώντας για την σκηνική του καταγραφή στον Προμηθέα Δεσμώτη.
Δεύτερη συνισταμένη, είναι η συνέπεια στο κείμενο του Αισχύλου και των θεματικών οριζόντων που αυτό το ίδιο ανοίγει καθώς στίχο τον στίχο συνειδητοποιείς το ανεξίτηλο των νοημάτων που με μαεστρία ο Αισχύλος «διπλώνει» και «ξεδιπλώνει». Και εδώ, ίσως θα πρέπει σταθούμε με σκεπτικισμό απέναντι στην μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, που ναι μεν ακούστηκε ζωντανή και ρέουσα δεν μπορούμε όμως να μην εντοπίσουμε το «συνοπτικό» του χαρακτήρα της. Έμοιαζε σαν να πετούσε από πάνω της «έρμα», αν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια ο λόγος του Αισχύλου, προσθέτοντας ακόμα και μια μακροσκελή (και μάλλον ηθικοπλαστική) παράβαση στον επίλογο της παράστασης, αφαιρώντας έτσι όλο το τραγικό μεγαλείο του επιμύθιου της τραγωδίας «…ἕκδικα πάσχω» (= «…άδικα πάσχω»).
Ο Άρης Μπινιάρης, κέρδισε και πάλι το πολύ δύσκολο στοίχημα του Προμηθέα Δεσμώτη σε ό,τι αφορά τη διάσταση του τραγικού υλικού που είχε να διαχειριστεί στη σκηνική του αποτύπωση. Έχτισε στην ορχήστρα της Επιδαύρου την τραχύτητα του έργου, ειδικά σε ότι αφορά την οπτική απεικόνιση της μοναξιάς και της φυσικής αγριάδας του τοπίου. Ακολούθησε με σεβασμό το τυπικό της ιεράρχησης, τοποθετώντας στο πολύ εύγλωττο, ξεκάθαρο και ιδανικό σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού (ίσως το καλύτερο που είδαμε φέτος σε ό,τι αφορά την ταυτοσημία του με τραγωδία) τον Προμηθέα πάσχοντα ψηλά σε πυλώνα πάνω στη Θυμέλη, και με σύμμαχο τα για μια ακόμη φορά περίτεχνα φώτα και σκιές του Αλέκου Αναστασίου, έδωσε σκηνική υπόσταση στον εξανθρωπισμό του Θείου, στο σύμβολο-Προμηθέα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο μόνος που έχοντας θεϊκή υπόσταση παρουσιάστηκε μπροστά μας όχι απλά ανθρώπινος αλλά Άνθρωπος. Όλοι οι άλλοι , Θεοί, θεότητες, απόκοσμα πλάσματα και υπάρξεις, όλοι εμφανίστηκαν είτε με μάσκες, είτε με μακιγιάζ, όλοι με φουτουριστικά (πλην του χορού) κοστούμια από την Βασιλική Σύρμα, με σκηνικά αντικείμενα και αξεσουάρ με αναγωγές σε σαδιστικά τελετουργικά, δίνοντας έτσι την εντύπωση του τερατώδους και της αγριότητας.Και βεβαίως, η μουσική για μια ακόμη φορά υπήρξε όχι απλά ο συμπρωταγωνιστής, αλλά ο ίδιος ο άξονας πάνω στον οποίο περπάτησε ολόκληρη η παράσταση. Η μουσική του Φώτη Σιώτα δεν συνόδευε απλά, δεν καθοδηγούσε, δεν χρωμάτιζε. Η ίδια η μουσική έγινε η φόρμα που σε πολλές περιπτώσεις επιβλήθηκε δυναστικά του κειμένου. Θαρρείς πως το βιολοντσέλο του Νίκου Παπαιωάννου με τους ψυχεδελικούς σκληρούς τόνους, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον κραταιό Δία, που ως βουβό πρόσωπο είναι ο μεγάλος συμπρωταγωνιστής και διαλεκτικά αντιμαχόμενος του Προμηθέα. Όλοι οι ήρωες που εκόντες-‘άκοντες αποδέχονται την εξουσία του Δία, μέσα από αυτό το βιολοντσέλο μετρικά εκφέρουν λόγο, κίνηση και έκφραση και κατά συνέπεια ύπαρξη. Μουσική που ενέταξε μέσα της και έκανε κομμάτι της ανασασμούς, ανάσες και λυγμούς. Και παρόλο που πρόθεση υπήρξε η απεικόνιση της συντελειακής ατμόσφαιρας, ατμόσφαιρα που επιβλήθηκε εντυπωσιακά στην Ορχήστρα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, τα πολλά ντεσιμπέλ (τα οποία ήταν ανεβασμένα ακόμα και στα χειλόφωνα των ηθοποιών) και το συνεχές δονούμενο κοίλον κάποιες στιγμές αναπόφευκτα οδηγούσαν σε μια αποδιοργάνωση του πολύ στοχευμένου αισθητικού αποτελέσματος της παράστασης.Ο Γιάννης Στάνκογλου κατέθεσε μια πραγματικά μελετημένη και εξισορροπημένη ερμηνεία στον πολύ δύσκολο του Προμηθέα. Απαλλαγμένος από κάθε είδους ναρκισσισμό (ελλοχεύει πραγματικά αυτή η παγίδα στον ρόλο), χωρίς έπαρση και κομπασμό, με εντυπωσιακά καθαρή εκφορά, εκτοξεύει υποδειγματικά μια προς μια τις λέξεις. Δεν απευθύνεται στους συνομιλητές του, απευθύνεται σε όλη την πλάση, από το κέντρο της Επιδαύρου. Μέσα από τη μοναξιά και τον σπαραγμό του, υψώνει το ασυμβίβαστο και το ασυνθηκολόγητο της Αγαθής Προαίρεσης του ήρωα του, σίγουρος για την τελική δικαίωση του παρόλα τα πάθη του. Και αν ο Προμηθέας του, υπολείπεται σε πνευματικότητα, είναι αυτή η σύγκρουση με το απ-άνθρωπο και η υιοθέτηση του εξ-ανθρωπισμού που κάνει σημαντική την τόσο γήινη ερμηνεία του.
Με εγγυημένη την υποκριτική της η Ηρώ Μπέζου, επιτελεί σωματικό και ερμηνευτικό άθλο, πάνω στα ξυλοπόδαρα (που για να είμαστε ειλικρινείς η σκηνική προσφορά τους καταλήγει να είναι η ανάδειξη των ικανοτήτων της ηθοποιού και μόνο ), ερμηνεύοντας μια Ιώ που ταυτίζεται στα πάθη και τον κατατρεγμό με τον Προμηθέα. Είναι αυτές οι λαλίστατες παύσεις και μονολεκτικές ανταποκρίσεις της, τα βλέμματα και η σωματική πλαστικότητά της που πλάθουν την απόκοσμη, ζωώδη και αρχέγονη μετάπλασή της από άνθρωπο σε αγελάδα. Είναι συγκινητική η ερμηνεία της.Ο Δαυίδ Μαλτέζε, με συνέπεια στον ρόλο του Ήφαιστου, με εκφορά λόγου με μέτρο και ρυθμό ενταγμένο στην μουσική ρυθμολογία της παράστασης, ο Αλέκος Συσσοβίτης κινείται μέσα στο ελισσόμενο κατά την βολή και ανάγκη υποταγμένο και συνθηκολογημένο ήθος του Ωκεανού, εκφράζοντας όλους τους βολεμένους, με την χαρακτηριστικά γλοιώδη εμφάνιση, ενώ ο Ιωάννης Παπαζήσης, μέσα σε ιερατικό ένδυμα, ενσαρκώνει με ένταση και καθαρότητα τον Ερμή ως εκπρόσωπο, απεσταλμένο και όργανο του Δία. Ενταγμένοι πλήρως στην φόρμα της παράστασης ο Κωνσταντίνος Γεωργαλής ως Βία ερμηνεύει από κοινού το ρόλο του Κράτους που τον υποδύεται ο ίδιος ο Άρης Μπινιάρης.Ο χορός των Ωκεανίδων αποτελούμενος από τις Αντριάνα Αντρέοβιτς, Δήμητρα Βήττα, Φιόνα Γεωργιάδη, Κατερίνα Δημάτη, Γρηγορία Μεθενίτη, Νάνσυ Μπούκλη, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, και Αλεξία Σαπρανίδου, καθοδηγείται κινησιολογικά από την Εύη Οικονόμου, μέσα στα καλαίσθητα ανάλαφρα κοστούμια τους. Διχάζονται ανάμεσα την αέρινη κίνηση των Νυμφών από την μια, και στην παράδοσή τους στην οιμωγή και στο θρήνο από την άλλη, συμπαραστεκόμενες στον πάσχοντα Προμηθέα. Κάποιες στιγμές στέκονται οργανωμένα άναρχες στη σκηνή, ενώ σε κάποιες άλλες υπακούν σε ορχηστρικούς σχηματισμούς. Μέσα από θαυμάσιες ερμηνείες, κρατώντας έναν συνεχή αδιάσπαστο ρυθμό, και με μεγάλο όπλο τη μουσική ο Άρης Μπινιάρης, ξεκλείδωσε με τους δικούς του κώδικες και κλειδιά το αιώνιο και πανανθρώπινο μήνυμα του Προμηθέα Δεσμώτη. Μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα που καλλιέργησε βήμα-βήμα στην Ορχήστρα, ανέδειξε τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τα ζητούμενα και τους προβληματισμούς της φιλοσοφικής αυτής τραγωδίας, αφήνοντας είναι η αλήθεια σε δεύτερη μοίρα την εγγενή μοναξιά και ερημιά του δεμένου στο βράχο Προμηθέα. Και βέβαια είναι ένα γεγονός στα θεατρικά πράγματα της χώρας μας, πως ο ίδιος έχει πλέον καλλιεργήσει και κορυφώσει μια πολύ ιδιαίτερη φόρμα αντίληψης και θεατρικής αποτύπωσης (ασχέτως της αποδοχής ή της απόρριψης της), που θα έχει πολύ ενδιαφέρον στο μέλλον αν θα την εξελίξει ακόμα παραπέρα ή θα βυθιστεί στην επανάπαυση και στην επανάληψη.
Κώστας Β. Ζήσης, eretikos.gr, 21.8.2021