O καλός λογοτέχνης μας παρουσιάζει όπως θέλουμε να είμαστε. Εκείνος που τολμάει να μας παρουσιάζει όπως είμαστε είναι κακός λογοτέχνης. Ιδού λοιπόν, αγαπητοί μου, γιατί είμαι ένας κακός λογοτέχνης.»
Έτσι δηλώνει ο Μ. Καραγάτσης σε μια από τις ελάχιστες – αν όχι την μοναδική ηχογραφήση που έκανε για το ραδιόφωνο. Η φωνή του, αρρενωπή και κρυστάλλινη, το ύφος του παιγνιώδες και προκλητικό. Δεν φοβόταν ούτε φειδόταν ο Καραγάτσης τις προκλήσεις. Το σχεδίασμα της αυτοβιογραφίας του καταλήγει ως εξής: «...Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θα αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ίδιοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο....».
Μπορεί οι εγκωμιαστικές νεκρολογίες που δημοσιεύθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 1960 στις εφημερίδες εκ πρώτης όψεως να διέψευδαν την πρόβλεψή του. Δεν θα ένοιωσε ωστόσο –λέτε- λίγη χαιρεκακία για τον θάνατό του ο «πνευματικός» εκείνος «άνθρωπος» τον οποίον ο Καραγάτσης είχε πετύχει σε έναν κινηματογράφο και τον είχε πλακώσει στο ξύλο, εν μέρει επειδή βυσσοδομούσε συστηματικά εναντίον του –όπως και εναντίον του Σικελιανού και του Καζαντζάκη-, εν μέρει επειδή είχε καταφέρει να ξεπλύνει στο πι και φι την επί Κατοχής φιλογερμανική του στάση; Δεν θα ανέπνευσαν ανακουφισμένοι όλοι εκείνοι οι ηθοποιοί και σκηνοθέτες που διάβαζαν τις βιτριολικές θεατρικές του κριτικές; (Άλλοτε θαυμαστά εύστοχος και διεισδυτικός ως αποτιμητής παραστάσεων, κάποτε άστοχος, ο Καραγάτσης σίγουρα πάντως δεν υποκλινόταν σε «ιερά τέρατα» και σε καλλιτεχνικά κατεστημένα...) Δεν θα απελευθερώθηκαν από το βάρος του ταλέντου του ως μέτρου σύγκρισης οι συνάδελφοι του πεζογράφοι;
Εκείνο το ταλέντο, που μετουσιώθηκε σε έργο, αποτελούσε μάλλον την κύρια αιτία των μομφών εναντίον του. Πρώτος και μοναδικός ανάμεσα στους συγγραφείς της γενιάς του και των προηγούμενων –με την εξαίρεση του Κωνσταντίνου Θεοτόκη- ο Καραγάτσης κατόρθωσε να συλλάβει και να αποδώσει μυθιστορηματικά την όλη ελληνική κοινωνία. Με οξυδέρκεια και γλαφυρότητα σχεδόν ανεπανάληπτη. Δίχως ωραιοποίησεις και αγκυλώσεις, ιδεολογικές ή συναισθηματικές.
Eάν ενδιαφέρεται κανείς να καταλάβει πώς λειτουργούσε η Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο –πως λειτουργεί ακόμα και στις μέρες μας-, δεν έχει παρά να διαβάσει την τριλογία του Καραγάτση «Εγκλιματισμός κάτω απ'τον Φοίβο», η οποία ξεκινάει με τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», συνεχίζεται με την «Μεγάλη Χίμαιρα» και ολοκληρώνεται με τον «Γιούγκερμαν».
Στον «Γιούγκερμαν» ειδικά, θα συναντήσει εξαιρετικά οικείες φυσιογνωμίες και φαινόμενα: Τυχοδιώκτες που εκτινάσσονται κοινωνικοοικονομικά πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Επιχειρηματίες, οι οποίοι επιδεικνύουν μια πλαστή χλιδή –πιθηκίζουν μανιωδώς ό,τι υπερπολυτελές έρχεται από τη Δύση- ενώ οι επιχειρήσεις τους βουλιάζουν, καταχρεωμένες στις τράπεζες. Ύστατη ελπίδα τους η διαπλοκή με τους δανειστές τους. Καλλιτέχνες που εκτονώνονται κανιβαλίζοντας όποιον βρεθεί στο δρόμο τους. Αναρριχόμουνα κάθε λογής. Μικροαστούς που θυσιάζουν τα ευγενέστερα αισθήματα και τα πιο αγαπημένα πρόσωπά τους στο βωμό του καθωσπρεπισμού και των μικρών τους συμφερόντων...
Ο παραπάνω ζόφος θα προξενούσε αποστροφή στον αναγνώστη, εάν δεν συνυπήρχε στις σελίδες του Καραγάτση με τη χαρά και με το πάθος της ζωής. Εάν δεν ήταν κάθε του κείμενο ποτισμένο με όλους τους ανθρώπινους χυμούς. Εάν δεν εναλλάσσονταν οι ποταπότητες των ηρώων του με χειρονομίες και με στιγμές μεγαλειώδεις στην απλότητα τους. Ο Γιούγκερμαν τρώει με την Βούλα σε ένα ταβερνείο του Πειραιά και όλα –γύρω τους και μέσα τους- φαντάζουν παραδείσια. Η Έφη Μαρκοπούλου, φίλη της μοιραίας Ντάινας, δείχνει τι πάει να πει γυναικεία απελευθέρωση, πέρα από φεμινιστικά μανιφέστα και ναρκισισμούς. Ο Μιχάλης Καραμάνος υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια τον έρωτά του με αντάλλαγμα την ολοκληρωτική καταστροφή του...
Μετά τον «Γιούγκερμαν» -που τον θεωρώ opus magnus και αποτελεί το αγαπημένο μου μυθιστόρημα- ο Καραγάτσης προχώρησε συγγραφικά επιλέγοντας την πιο ετερόκλητη θεματολογία: Στην τριλογία του για τα προεπαναστατικά χρόνια και την Ελληνική Επανάσταση, ανέτρεψε και απομυθοποίησε την παραδεδομένη εικόνα σχετικά με το 1821. Στον «Σέργιο και Βάκχο», συνέθεσε μια πικαρέσκα βιογραφία δυό ορθόδοξων αγίων ανά τους αιώνες και σκιαγράφησε παράλληλα, με τρόπο άκρως πνευματώδη, την ιστορία του Έθνους απ'το Βυζάντιο ίσαμε τις μέρες μας. Ο «Κίτρινος Φάκελος» είναι ένα ακόμα κοινωνικό ψηφιδωτό με αστυνομικό άλλοθι. Το «10» -παρθενικό στα καθ'ημάς δείγμα νεορεαλιστικής πεζογραφίας- άνοιξε το δρόμο για το «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, για τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» του Μουρσελά, για τα έργα του Κουμανταρέα, του Σουρούνη και του Χαριτόπουλου.
Κατά τα πενηνταδύο χρόνια της ζωής του και τα εικοσιεπτά της συγγραφικής του δράσης, ο Καραγάτσης δεν έχασε ούτε στιγμή το κέφι και το τσαγανό του. Το πέρασμά του από τη ζωή μοιάζει σαν κάποιος να διέσχισε όμορφος, κομψός, με ένα τσιγάρο στο χέρι και με μαλλιά κάπως ανακατεμένα τη σκηνή ενός θεάτρου και να φώναξε στο κοινό: «Θέλετε μυθιστορήματα που σπαρταράνε; Θα τα έχετε! Θέλετε λογοτέχνες που να μην είναι χαρτοπόντικες, να μην μετρούν τα λόγια τους, να μην ελλίσσονται, να μην σας κολακεύουν; Θα με έχετε! Όχι όμως για πολύ...».
Χρήστος Χωμενίδης, LIFO, 14.9.2021