Ένα άνετο σύγχρονο σπίτι, με ακριβή εξεζητημένη διακόσμηση, με προθήκες που φιλοξενούν φυτά εσωτερικού χώρου, μερικά από αυτά σαρκοφάγα, μας περιμένει στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία». Ένας τεράστιος πίνακας δεσπόζει στο πίσω μέρος τους σκηνικού. Είναι έργο του Φλαμανδού Φρανς Σνάιντερς (1579-1657), που απεικονίζει νεκρή φύση με φρούτα, κυνήγι, λαχανικά, αλλά κι έναν ζωντανό πίθηκο, έναν σκίουρο και μια γάτα. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εικαστική μεταφορά και απεικόνιση για «Το κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίψεν, το έργο που σκηνοθετεί φέτος ο Δημήτρης Τάρλοου. Το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο βάθος του σκηνικού συμπληρώνει τη λαμπερή γιορτινή ατμόσφαιρα.
Ένα έργο που γράφτηκε στην Ιταλία το 1879 και έκανε πρεμιέρα στην Κοπενχάγη στις 21 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς και που, παραλλήλως, θεωρήθηκε και εκδοτικό γεγονός, αφού η πρώτη έκδοση των 8.000 (!!!) αντιτύπων εξαντλήθηκε τάχιστα. Κι ένα έργο που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη γυναικεία χειραφέτηση, αφού καταλήγει με την απόφαση μιας γυναίκας, της Νόρας, να αφήσει πίσω της την ασφάλεια ενός άνετου σπιτιού και τα παιδιά της και να αναζητήσει ό,τι της δίνει ανάσα στη ζωή. Στο εξαιρετικά πλούσιο και κατατοπιστικό πρόγραμμα της παράστασης (που περιλαμβάνει και τη μετάφραση του έργου, την οποία υπογράφει επίσης ο Δημήτρης Τάρλοου) διαβάζουμε ότι αυτή η επιλογή της Νόρας σκανδάλισε το κοινό της εποχής, τόσο που ο συγγραφέας της αναγκάστηκε να γράψει ένα δεύτερο φινάλε, στο οποίο κατέληγε ότι τα παιδιά της την χρειάζονται περισσότερο απ’ ό,τι εκείνη την ελευθερία της. Ευτυχώς επικράτησε η πρώτη γραφή.
Πίσω στο «Κουκλόσπιτο» του θεάτρου «Πορεία» όμως. Σ’ αυτό το άνετο, χλιδάτο σπίτι, όπου όλα είναι σε τάξη, μπαίνει, ως ιέρεια του καταναλωτισμού, η Νόρα (Λένα Παπαληγούρα) με ένα σωρό τσάντες στα χέρια. Η συγκομιδή των αγορών ενός πρωινού. Τραγουδάει χαρούμενη, είναι ανάλαφρη, τρώει γλυκίσματα –κρυφά από τον άντρα της τον Τόρβαλντ Χέλμερ(Γιώργος Χριστοδούλου) που δουλεύει στο γραφείο του- αφού του έχει υποσχεθεί ότι θα προσέχει τη διατροφή της. Ο οποίος μαλώνει επίσης ανάλαφρα και χαριτωμένα την «ξοδευτρούλα» του και την ίδια στιγμή φροντίζει να της (μας) θυμίσει το μότο του: «Δεν δανειζόμαστε, δεν χρωστάμε». Η Νόρα ακκίζεται και του θυμίζει ότι τα πράγματα είναι πλέον ανθηρά για το σπίτι τους, αφού ο Τόρβαλντ σύντομα θα είναι ο CEO μιας μεγάλης τράπεζας. Όμως εκείνος θέλει να έχει τα πάντα υπό έλεγχο και τίποτα να μην ξεφεύγει από τα κουτάκια του μυαλού του.
Όσοι θα φτάσουν στη συνέχεια στο ευρύχωρο και άνετο σαλόνι της Νόρας θα γίνουν η αφορμή να δούμε την πραγματικότητά της, πίσω από το λαμπερό περιτύλιγμα. Σιγά σιγά θα τη δει και η ίδια. Πρώτη η Χριστίνα Λίντε, (Βίκυ Κατσίκα), μια παιδική φίλη της Νόρας, που είναι φανερό ότι ανήκει σε άλλη κοινωνική τάξη. Οι δυο τους έχουν να βρεθούν χρόνια, η Χριστίνα μόλις επέστρεψε στην πόλη. Η Νόρα δείχνει να ενδιαφέρεται, επιφανειακά όμως, για τα χρόνια που πέρασαν χωριστά οι δύο φίλες. Πιο πολύ μιλάει για τη δική της ζωή, παρά ακούει τα πάθη της φίλης της. Κομπάζει για τη νέα θέση του άντρα της και την οικονομική άνεση που θα τους προσφέρει, αλλά και για το πώς του έσωσε τη ζωή του όταν χρειάστηκε, κάτι το οποίο δεν έμαθε ποτέ ο Τόρβαλντ, γιατί θα ήταν «επώδυνο και ταπεινωτικό για τον Τόρβαλντ και τον ανδρικό του εγωισμό να ξέρει ότι μου χρωστάει οτιδήποτε». Η Χριστίνα μιλάει συγκρατημένα, χαμηλόφωνα, με μικρές φράσεις, σχεδόν περιληπτικά, και μεγάλη θλίψη για όσα και όσους πέρασαν από τη ζωή της. Τώρα είναι πια κενή από ευθύνες, όνειρα και προορισμό: «Νιώθω τη ζωή μου ανείπωτα άδεια. Δεν ζω πια για κανέναν», εμπιστεύεται στην παλιά της φίλη, και την ίδια στιγμή αντιλαμβάνεται ότι με τη Νόρα μιλάνε άλλη γλώσσα, ότι εκείνη δεν συναισθάνεται, δεν συμπάσχει με τις δικές της ανάγκες. Αλλά δεν θυμώνει, δεν την απορρίπτει, της παραστέκεται και στις πιο δύσκολες στιγμές που θα έρθουν. Ο δεύτερος είναι ένας άντρας που είναι φανερό ότι ταράζει τη Νόρα, κάτι που προσπαθεί να κρύψει από τη Χριστίνα. Είναι ο Νιλς Κρόκσταντ (Θανάσης Δόβρης), ένας υπάλληλος στην τράπεζα που προΐσταται ο άντρας της Νόρας, παλιός γνώριμος και της Χριστίνας. Πιέζει τη Νόρα για κάτι, την απειλεί με κάτι. Είναι δύσπιστος, νιώθει διαρκώς ριγμένος, αποζητά εκδίκηση, απειλεί. Ο κόσμος της οικονομικής πίεσης, της εκμετάλλευσης, των εκβιασμών και της τοκογλυφίας δεν είναι σημερινός. Οι τοίχοι του σπιτιού μετακινούνται προς τα μέσα. Τα πράγματα αρχίζουν να στενεύουν.
Ο τρίτος επισκέπτης είναι μόνιμος επισκέπτης, μέλος της οικογένειας σχεδόν. Είναι ο Δρ. Ρανκ (Κώστας Βασαρδάνης), καταπονημένος οργανικά από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα (οικογενειακό κληροδότημα), έχει παρ’ όλα αυτά ένα αδυσώπητο χιούμορ και αντίστοιχο σαρκασμό για όλους και για όλα. «Στον επόμενο χορό θα ντυθώ αόρατος», λέει αυτοσαρκαζόμενος χολερικά με την εύθραυστη υγεία του. Αυτός ο άνθρωπος φτιάχνει το κέφι της Νόρας, την κάνει να νιώθει ασφάλεια, εκείνος είναι γοητευμένος από τη χάρη και τη δροσιά της, και είναι φανερό ότι η Νόρα αξιοποιεί την αδυναμία που της έχει με κάθε τρόπο και για κάθε ανάγκη της.
Και κάπου εκεί υπάρχουν και τα τρία παιδιά της Νόρας και του Τόρβαλντ, τα οποία καμαρώνει και «χαϊδεύει» μέσα από το tablet, αφού βρίσκονται υπό την επίβλεψη της οικονόμου του σπιτιού, της Ελένης (την οποία ενσαρκώνει η κωφάλαλη ηθοποιός Όλγα Δαλέκου): «Μα τι όμορφα και καθαρούλια που είστε! Με κόκκινα μαγουλάκια! Σαν μηλαράκια και τριανταφυλλάκια!».
Αυτό είναι το σύμπαν της Νόρας. Κι αυτό το σύμπαν κλονίζεται και η Νόρα ενηλικιώνεται. Οι τοίχοι ολοένα και συγκλίνουν, δημιουργώντας ασφυξία (επίσης εύστοχη σκηνική μεταφορά). Οι χειριστικές της μαεστρίες αποκαλύπτονται, για την ακρίβεια εγκλωβίζεται η ίδια μέσα τους, και πρέπει να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Τη δική της και των άλλων. Παύει να μιλάει τιτιβίζοντας και να περπατάει χορεύοντας. Κοιτάζει διαφορετικά, μιλάει διαφορετικά, ακούει διαφορετικά. Πρώτα απ’ όλους τον σύζυγό της, τον Τόρβαλντ, που αποδεικνύεται ότι δεν έχει καμία απόχρωση, καμία ενσυναίσθηση. Μόνο κουτάκια. Η Νόρα αναλαμβάνει τις ευθύνες της και την ευθύνη των επιθυμιών της. Θέλει να ενηλικιωθεί μόνη της. Μακριά απ’ όλα. Ακόμα και από τα παιδιά της, αφού κι αυτά σαν μέρος ενός ρόλου είναι, που δεν επέλεξε συνειδητά. Κι οι άλλοι διαλέγουν άλλους δρόμους. Ο Δρ Ρανκ τον προκαθορισμένο για κείνον, τον οριστικό… Η Χριστίνα Λίντε βρίσκει πάλι να ζει για κάποιον, για τον Νιλς Κρόκσταντ, κι αυτή η φροντίδα, το νοιάξιμο και το χάδι διώχνουν από τη διαρκώς αναστατωμένη ψυχή του την οργή και τη διάθεση για εκδίκηση. Ο μόνος που μένει σ’ αυτό το «Κουκλόσπιτο», χωρίς όμως κούκλα για να παίζει, είναι ο Τόρβαλντ…
Ο Δημήτρης Τάρλοου έστησε αυτό το σαθρό πλαίσιο της φαινομενικής ευτυχίας εύστοχα και ευαίσθητα. Και έκανε το πασίγνωστο και αγαπημένο έργο του Ίψεν όχι να φαίνεται, αλλά να είναι σύγχρονο και απελπιστικά διαρκές. Με χαρακτήρες που υπάρχουν πάντα γύρω μας (ή μήπως ανήκουμε σε κάποιους από αυτούς;) Κι έστησε μια παράσταση με ρυθμό, ζωντανή και φρέσκια που δεν χάνει στιγμή τον θεατή, δίνοντας με καθαρότητα και διεισδυτικότητα το ιψενικό κείμενο. Τα σκηνικά της Θάλειας Μέλισσα είχαν μερίδιο επιτυχίας στο σύνολο, αναμφίβολα. Το ίδιο και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου. Όσο για τη μουσική της Κρυσταλίας Θεοδώρου (παρούσας στη σκηνή διαρκώς) συνομίλησε εύστοχα με την εξέλιξη του έργου. Ο σκηνοθέτης συνήθως πιστώνεται για το καλό casting (και αυτό ήταν ένα ευφυές casting), αλλά το τελικό αποτέλεσμα πιστώνεται, ασφαλώς, στους ηθοποιούς. Η Λένα Παπαληγούρα, σε μια από τις πιο καλές της ερμηνείες, αποτύπωσε τη διαχρονική Νόρα, τη σύγχρονη Νόρα, που αλλάζει, που συνειδητοποιεί, που επιλέγει. Ο Γιώργος Χριστοδούλου ήταν το επιτυχημένο golden boy, που δεν διακρίνει πολύ καλά ό,τι δεν είναι αριθμοί και κανόνες. Ο Κώστας Βασαρδάνης, με πικρόχολη συντριβή, έπλασε έναν από τους καλύτερους Δρ. Ρανκ που έχουμε δει ποτέ. Ο Θανάσης Δόβρης ήταν εξίσου καλός στις στιγμές της οργής του, όσο όταν μπόρεσε να γαληνέψει. Γήινη, χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με στερεότητα μετέφερε την προσωπικότητα της Χριστίνας η Βίκυ Κατσίκα. Εξαιρετική η Όλγα Δαλέκου στο ρόλο της νταντάς.
Όλγα Σελλά, oanagnostis.gr, 2.12.2022
Περισσότερα για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων ΤΟ ΚΟΥΚΛΟΣΠΙΤΟ