Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

19 Δεκεμβρίου 2022
Ο Ιψεν, η Νόρα και η γυναικεία χειραφέτηση
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Το «Κουκλόσπιτο» του Ιψεν είναι πράγματι το έργο που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι ένα ρεπερτόριο ενταγμένο στο σημερινό κίνημα για τη γυναικεία -κι όχι μόνο- χειραφέτηση.

Αν και επιστρέφοντας πίσω στο έργο του 1879 για να ανακαλύψουμε εκεί μια γυναίκα που δέχεται καταπίεση από τον άντρα της και που αντιδρά όπως αντιδρά, εγκαταλείποντας σπίτι και παιδιά για να βρει εξ αρχής τον εαυτό της, κινδυνεύουμε πλέον να παραβιάσουμε ανοιχτές πόρτες.

Δεν έχει ασφαλώς εξαντληθεί το ίδιο το θέμα του «Κουκλόσπιτου», δεν έχει επιστρέψει ακόμα η Νόρα σπίτι. Ομως αν συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε το έργο μόνο μέσα από το δικό της πρόσωπο και αν επιμένουμε να θυματοποιούμε μονάχα αυτήν, μοιραία καταλήγουμε σε διπλό αδιέξοδο: στην παραδοχή ότι έχουμε να κάνουμε με ένα δείγμα παλιού αστικού ρεαλισμού, οπότε θα πρέπει να το χειριστούμε με τα δικά του δεδομένα ή -ακόμα χειρότερα- τη σύγχρονη μάλλον παθητική αντίδρασή μας μπροστά στην εκρηκτική αντίδραση της Νόρας στο τέλος.

Με άλλα λόγια ή θα ανεβάσουμε το «Κουκλόσπιτο» σαν υπενθύμιση της γυναικείας κατάστασης «άλλοτε» ή θα το δούμε με σημερινούς όρους, αλλά και με πολλά ερωτήματα. Η λύση είναι προφανής, μα και δύσκολο να αποδοθεί: κάθε σημερινός σκηνοθέτης καλείται με το «Κουκλόσπιτο» να αποδώσει πλέον την ίδια τη νόσο αντί για τα συμπτώματά της στα μέλη του οίκου των Χέλμερ.

Η μεγάλη επιτυχία του Θεάτρου Πορεία είναι πως κατόρθωσε να αποδώσει αυτό το εγχείρημα. Οπωσδήποτε μιλούμε για την αναγκαιότητα μιας κάποιας διασκευής του έργου, ώστε να απομακρυνθεί από την ξεπερασμένη αστική του συνθήκη.

Από την άλλη είναι γεγονός πως το ίδιο το έργο αντιδρά σε έναν εκσυγχρονισμό του πραγματολογικά (την εποχή του τάμπλετ πόσο πειστικά μπορεί μια πλοκή να στηριχτεί σε γράμματα που περιμένουν στο γραμματοκιβώτιο;), είτε, όπως είπαμε, θεματολογικά. Αυτό που επιχείρησε και πέτυχε ο Τάρλοου, ως μεταφραστής και σκηνοθέτης, είναι να πείσει ότι πρόκειται για ένα έργο παλιό, που ωστόσο λειτουργεί και στο σήμερα. Αρκεί να σκάψουμε βαθύτερα, ώστε να βρούμε κι άλλα κοιτάσματα σκέψης και προβληματισμού κάτω από τα ήδη εξαντλημένα.

Με αυτόν τον τρόπο ο Τάρλοου παρακάμπτει τη «Νόρα» για να φτάσει στο «Κουκλόσπιτο». Η Νόρα -μια δυναμική παρουσία, γεμάτη θέλγητρα- βρίσκεται ασφαλώς στο κέντρο του δράματος, όμως ας μην τη βλέπουμε συνεχώς με τα μάτια του αντρικού περίγυρού της. Είναι καταφερτζού, πονηρό θηλυκό-κατεργάρα γυναίκα, «καρδερινούλα», που φέρεται σαν αράχνη…, -συμπληρώστε ό,τι θέλετε για να καταλήξουμε μαζί στο ότι η ίδια, πρώτη απ’ όλους, έχει συνείδηση του ρόλου και της επιρροής της, της επιβολής τους στους άντρες. Στον αντίποδά της ο άντρας της, ο Τόρβαλντ, έχει αναλάβει να παίξει τον δικό του ρόλο, του «πάντα αυστηρού» και πάντα υποχωρητικού στις τσαχπινιές τής εσαεί Λολίτας του.

Είναι φανερό πως οι δύο που βλέπουμε στη σκηνή του Ιψεν ανήκουν σε μια άκρως «θεατρική» αφήγηση της οικογενειακής αστικής πραγματικότητας, που καταπίνει μάλιστα σαν μαύρη τρύπα κάθε διάψευση, κάθε πρόβλημα, κάθε πιθανή διάψευσή της. Ουσιαστικά ζουν και οι δύο σε ένα ρομαντικό έργο που έχουν κατασκευάσει - η Νόρα μάλιστα θα συνεχίσει να γράφει το «βιβλίο της ζωής της» ακόμα και όταν οι αναποδιές θα την ξυπνήσουν από τον ρομαντικό της λήθαργο.

Αυτοί οι υπνοβάτες -από μια άποψη τις ρεπλίκες τους θα καταναλώσουμε έκτοτε σε αναρίθμητες εκδοχές- θα αντιμετωπίσουν τις μέρες του Δωδεκαήμερου τους Καλικάντζαρους της πραγματικότητας. Διαβάζω σε κάποιο σημείο του εξαιρετικού προγράμματος της παράστασης, από την Ερι Κύργια, πως ο εκπεσών Κροκσταντ και η απελπισμένη Λίντε του θα μπορούσαν να στεριώσουν έναν δεσμό υγιέστερο από τους πρωταγωνιστές του «Κουκλόσπιτου» – και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Οι πρώτοι έχουν πέσει χαμηλά και αρχίζουν να χτίζουν από εκεί, πάνω σε γερό έδαφος. Οι δεύτεροι από την άλλη νομίζουν πως έχουν χτίσει μια ερωτική φωλιά – ναι, αλλά στα σύννεφα…

Το πρόβλημα επομένως δεν βρίσκεται στη Νόρα ή στον Τόρβαλντ αλλά στη σύμβαση του μεταξύ τους ζωτικού ψέματος -του «γάμου» τους- που παρά την όμορφη βιτρίνα κατατρώει εσωτερικά τη σχέση τους και τους ίδιους και -κυρίως- οδηγεί μαθηματικά σε μια άρρωστη κοινωνία που ανατρέφει ηθικά τέρατα.

Αφού ο Τάρλοου αλλάζει πρώτα τη διάσταση της εσωτερικής προβληματικής του έργου, προβαίνει έπειτα στην αναδιατύπωση του σκηνικού ρεαλισμού του. Το γεμάτο με στοιχεία συμβολισμού «σαλόνι» της Θάλειας Μέλισσα είναι ασφαλώς από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της παράστασης. Καδραρισμένο στις τρεις πλευρές από δύο βιτρίνες με ψηλά σαρκοφάγα φυτά στο πλάι και με έναν άγριο πίνακα νεκρής (ή «θανατωμένης») φύσης στο κέντρο -όσο πλησιάζει το φινάλε πλησιάζουν μεταξύ τους κάνοντας τον χώρο ασφυκτικό-, πρόκειται για σκηνικό που αποδίδει ένα «Κουκλόσπιτο» διόλου «παιδικό», μάλλον το αντίθετο: Είναι το συμβολικό κατάλυμα μιας καταπιεσμένης ύπαρξης.

Το ίδιο στοιχείο μπορούμε να βρούμε και στα εξίσου εντυπωσιακά κοστούμια των Αλέξανδρου Γαρνάβα και της Τζίνας Ηλιοπούλου, που μεταφέρουν το εργαλείο της θηλυκής εξουσίας της Νόρας, το φανέρωμα της καταπιεσμένης λίμπιντο του Ρανκ, την έξωθεν αποκτημένη αποδοχή του εαυτού και των άλλων της Λίντε, το υφέρπον στοιχείο της κοινωνικής αδικίας και βασάνου του Κρόκσταντ, ακόμα και το άβουλο και αόρατο της παρουσίας του Τόρβαλντ. Με εντυπωσίασε επίσης -για ακόμα μία φορά στο φετινό θέατρό μας- η πρωτότυπη μουσική της παράστασης από την Κρυσταλία Θεοδώρου, ειδικά όταν αυτή πέφτει σε μυστικές παραλλαγές της βουής που υψώνεται από τα «σωθικά» του Κουκλόσπιτου.

Απόλυτα συντονισμένοι με τους στόχους της σκηνοθεσίας όλοι οι ερμηνευτές της παράστασης, φανερώνουν ένα ξεχωριστό σύνολο. Στο κέντρο βρίσκεται φυσικά η Νόρα της Λένας Παπαληγούρα με τα χαρακτηριστικά τής καθόλου αθώας αθωότητας του έμφυλου ρόλου της.

Από τη μεστή, δυνατή και σύνθετη κατάθεσή της δεν προκύπτει μόνο μια αξιοσημείωτη ερμηνεία της ηρωίδας του Ιψεν – ανακάμπτει και ένα νέο ερώτημα. Κατά πόσο το τελικό ξέσπασμα της Νόρας είναι αληθινό ή εμπίπτει -κι αυτό ακόμα- σε μια άλλη εκδοχή του μελοδραματικού δράματος, όπου το αναμενόμενο φινάλε -ας πούμε παρμένο από τη «Μισανθρωπία και μετάνοια» του Κοτσεμπούε όπου μια διαλυμένη οικογένεια φιλιώνει ξανά υπηρετώντας τη συγκίνηση των θεατών- αυτή τη φορά δεν έρχεται ποτέ ή αναβάλλεται επ’ αόριστον… Το ζήτημα όμως, μας πείθει η Παπαληγούρα, δεν βρίσκεται στο αν η Νόρα εννοεί ό,τι λέει ή όχι. Είναι πως αυτός ο γάμος αδυνατεί να αντιμετωπίσει καταστάσεις εκτός του ελέγχου του αφηγήματός του.

Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει νομίζω να δούμε και την κατάθεση ενός άβουλου, «αυστηρού» αλλά και μικρού στο μεγάλα Τόρβαλντ από τον Γιώργο Χριστοδούλου – το να ερμηνεύει κανείς τη μετριότητα επί σκηνής είναι πάντα μεγάλο επίτευγμα. Στο τέλος δε, όταν ο ήρωάς του θα καθίσει πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του και πάλι ριγμένος στο ναρκωτικό της επαγγελματικής αναρρίχησης, είναι αποκαλυπτική για πολλά.

Ο γιατρός Ρανκ του Κώστα Βασαρδάνη περνά σαν κομήτης από τον οίκο των Χέλμερ σημαίνοντας όσα χάνονται στη σιωπή και τον θάνατο – η αδικαίωτη συνθήκη ενός φίλου, θαυμαστή και οιονεί εραστή. Η Λίντε της Βίκυς Κατσίκα μεταφέρει τον αέρα των μεγάλων δρόμων με τη μόλυνση της κοινωνικής αδικίας αλλά και τα αντισώματά της. Το ίδιο και ο πεσμένος αλλά εξίσου γοητευτικός χαρακτήρας του Κρόκσταντ από τον Θανάση Δόβρη. Για πρώτη φορά νομίζω πως κατάλαβα σε παράσταση το κάπως ντοστογιεφσκικό πρόσωπό του.

Χωριστή αναφορά θα κάνω για την παρουσία της υπηρέτριας από την κωφάλαλη ηθοποιό Ολγα Δαλέκου. Το ότι η δική της Ελένη ανεβάζει τους παλμούς της σκηνής κάθε φορά που εμφανίζεται είναι γεγονός. Ομως δίνει παραπέρα και το στοιχείο της ανθρωπιάς που υπάρχει -όντως υπάρχει- σε αυτό το σπιτικό.

Γιατί -κι ας ολοκληρώσουμε με αυτό- αν κάτι μας μαθαίνει η παράσταση στο «Πορεία», είναι πως κι αν το Κουκλόσπιτο πρέπει να φύγει, το ίδιο το Σπίτι δεν είναι ολωσδιόλου για γκρέμισμα. Υπάρχει στα σωθικά του έρωτας και αφοσίωση, πίστη, ακόμα και τρυφερότητα. Κι όλα αυτά θα φανούν όταν πέσουν οι ψεύτικοι τοίχοι και πίσω από τη βιτρίνα φανεί το αίσθημα των πραγματικών ανθρώπων. Στην πτώση και στο λάθος τους έρχεται η αγάπη να υψωθεί.

Γρήγορης Ιωαννίδης, efsyn.gr, 19.12.2022

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ