Ανατρέχοντας στα παιδικά μου χρόνια πιο πολύ ανακαλώ μια γενικότερη αίσθηση καλλιτεχνικότητας, σαν να ήταν από πάντα δεδομένο ότι ανήκω σε μια τέτοια σφαίρα ύπαρξης.
Με τον δίδυμο αδερφό μου, τον Φοίβο μεγαλώσαμε σε ένα εμπνευσμένο περιβάλλον με υψηλά ερεθίσματα και ενθάρρυνση για οτιδήποτε καλλιτεχνικό. Μικρότερη είχα μεγάλη αγάπη για τα εικαστικά – προφανώς λόγω του πατέρα μου που είναι γλύπτης. Με τη μουσική, όμως, ήταν αλλιώς· προέκυψε μέσα μου ως ανάγκη και την απαίτησα συνειδητά. Ουδέποτε θυμάμαι να θέλω να γίνω ηθοποιός. Ανατρέχω πάντως συχνά στις πρώτες αυτές καλλιτεχνικές αφυπνίσεις για να είμαι σίγουρη ότι παραμένω συνδεδεμένη με το πλέον αυθεντικό κομμάτι του πυρήνα μου.
Σίγουρα οι γονείς μου και οι περισσότεροι δάσκαλοί μου με καθόρισαν – ήμουν τυχερή ως προς αυτό.
Παραδόξως, και ο Πόνος με Π κεφαλαίο. Κάποιες περίεργες συμπτώσεις, ατυχίες και αδικίες που βίωσα σε καίρια και αθώα χρόνια, έτσι αθωράκιστη και ανυποψίαστη όπως ήμουν, με κλόνισαν και με καθυστέρησαν ανεπιστρεπτί. Ο χρόνος πέρασε, ήρθε κάποια σοφία και ωριμότητα, και μαζί και η ευγνωμοσύνη για την υπέροχη τύχη μου, που με δίδαξε υπομονή, επιμονή και την ηδονή της καρτερικότητας.
Το 2009 βρέθηκα στη Νέα Υόρκη με την ιδιαίτερα τιμητική υποτροφία του ιδρύματος Fulbright για να παρακολουθήσω το MFA Performance & Interactive Media Arts στο CUNY.
Αν και λατρεύω να σπουδάζω, το μεταπτυχιακό αυτό ήταν περισσότερο ένα πρόσχημα παρά αυτοσκοπός, ένα όχημα για μια αλλαγή που την ένιωσα τότε ως ανάγκη. Η πραγματική μου επιθυμία ήταν να αφήσω πίσω την πεπατημένη της Ελλάδας και να ζήσω την εμπειρία του εξωτερικού κάπου μακριά και δύσκολα, άγνωστη μεταξύ αγνώστων. Επέλεξα ένα διεπιστημονικό master όπου θα μπορούσα αυτονόητα να συνδυάσω τις περισσότερες από τις ιδιότητές μου – κάτι που στην Ελλάδα αντιμετωπιζόταν πάντα προβληματικά. Στη Νέα Υόρκη ένιωσα σαν το σπίτι μου και πραγματικά βρήκα τον εαυτό μου. Έζησα εκεί σπουδάζοντας και δουλεύοντας τρία συναρπαστικά χρόνια, με πολλή ένταση και άπειρη αϋπνία (γιατί έπρεπε να είμαι fulltime student και αριστούχος, αλλά ήθελα να προλάβω να τα ζήσω και όλα), γνώρισα υπέροχους ανθρώπους από όλον τον κόσμο κι έζησα σουρεαλιστικές καταστάσεις που ειλικρινά ακόμα δεν έχω προλάβει να διηγηθώ σε κανέναν. Ίσως, γράψω ένα βιβλίο κάποτε.
Απαράβατος όρος της υποτροφίας Fulbright είναι να επιστρέψεις στη χώρα σου μετά το πέρας των σπουδών σου.
Είναι κάτι που φυσικά το γνώριζα εξ αρχής, αλλά όταν πια πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να αφήσω πίσω μου τον κόσμο που με πολύ κόπο και από το μηδέν είχα φτιάξει, ήταν πολύ άχαρο. Από την άλλη, η έννοια μου ήταν σταθερά στην Ελλάδα όσο έλειπα. Φεύγοντας, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο καταλυτικά θα λειτουργούσε μέσα μου ο νόστος, όπως επίσης αιφνιδιάστηκα όταν κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει το θέατρο στη γλώσσα μου μετά από τρία χρόνια απουσίας. Δυστυχώς όταν επέστρεψα βρέθηκα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, και από τους τρελούς και παραγωγικούς ρυθμούς της Αμερικής, βρέθηκα στην Ελλάδα χωρίς σπίτι (γιατί το επινοικίαζα και το είχαν εγκατέλειψαν με χρέη) και χωρίς λόγο να σηκωθώ το πρωί. Νοσταλγώ πολύ τη Νέα Υόρκη και την ελευθερία της και – παρόλο που η ζωή μου έχει πια ξανα-καθιερωθεί στην Ελλάδα – δεν το αποκλείω να επιστρέψω. Ευσεβείς πόθοι; Θα δείξει. Έχω πάντως ακόμα ανοιχτές υποθέσεις μαζί της.
Απαράβατος όρος της υποτροφίας Fulbright είναι να επιστρέψεις στη χώρα σου μετά το πέρας των σπουδών σου.
Είναι κάτι που φυσικά το γνώριζα εξ αρχής, αλλά όταν πια πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να αφήσω πίσω μου τον κόσμο που με πολύ κόπο και από το μηδέν είχα φτιάξει, ήταν πολύ άχαρο. Από την άλλη, η έννοια μου ήταν σταθερά στην Ελλάδα όσο έλειπα. Φεύγοντας, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο καταλυτικά θα λειτουργούσε μέσα μου ο νόστος, όπως επίσης αιφνιδιάστηκα όταν κατάλαβα πόσο μου είχε λείψει το θέατρο στη γλώσσα μου μετά από τρία χρόνια απουσίας. Δυστυχώς όταν επέστρεψα βρέθηκα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης, και από τους τρελούς και παραγωγικούς ρυθμούς της Αμερικής, βρέθηκα στην Ελλάδα χωρίς σπίτι (γιατί το επινοικίαζα και το είχαν εγκατέλειψαν με χρέη) και χωρίς λόγο να σηκωθώ το πρωί. Νοσταλγώ πολύ τη Νέα Υόρκη και την ελευθερία της και – παρόλο που η ζωή μου έχει πια ξανα-καθιερωθεί στην Ελλάδα – δεν το αποκλείω να επιστρέψω. Ευσεβείς πόθοι; Θα δείξει. Έχω πάντως ακόμα ανοιχτές υποθέσεις μαζί της.
Για να συνεχίσω την παραπάνω σκέψη μου, ειδικά τώρα πια δεν βρίσκω τον εαυτό κάπου περισσότερο ή λιγότερο όσον αφορά το πεδίο.
Τον βρίσκω όπου υπάρχει ποίηση, όραμα, έμπνευση, συναίσθημα, ήθος και πάθος. Ως ηθοποιός, μουσικός και συνθέτης λαχταρώ να δημιουργώ, να συνδυάζω τις ιδιότητές μου και να συνεργάζομαι προκειμένου να βγει στο φως και να κοινωνήσω μια ιδέα, μια ιστορία, ένα συναίσθημα. Η δημιουργική διαδικασία είναι κοινή μέσα μου και η απόλαυση και η ολοκλήρωση που βιώνω εξίσου σημαντική – αρκεί να υπηρετώ έναν υψηλό στόχο. Η μόνη διαφορά είναι η εξής – θα το πω απλοϊκά γιατί μπορώ να μιλάω ώρες γι’ αυτό: Η μουσική είναι μια τέχνη κατά βάση μοναχική, παρέχει μια καθολική πληρότητα και δε σε προδίδει ποτέ αν της είσαι αφοσιωμένος. Το θέατρο είναι εξ ορισμού μια τέχνη διαλογική, τόσο επί σκηνής όσο και μεταξύ σκηνής και θεατών, οπότε η πλήρωση είναι εξαρτώμενη και σχετική. Αν κάποια από τις συνισταμένες είναι σαθρή, θα είναι σαθρό όλο το οικοδόμημα.
Μεταξύ αστείου και σοβαρού, οικονομικής ανάγκης και επαγγελματικής διαστροφής, “Ἐν μέρει γιά νά ἐξακριβώσω μιά ἐποχή, ἐν μέρει καί τήν ὥρα νά περάσω”,
για πολλά χρόνια βιοποριζόμουν τραγουδώντας και παίζοντας ζωντανά διάφορα είδη μουσικής, περνώντας από το ένα στο άλλο με μεγάλη ευκολία, σα να έχω δέκα διαφορετικούς εαυτούς. Και κάπως έτσι, έχω εμφανιστεί στα πιο παράδοξα μέρη που μπορεί κανείς να φανταστεί: Από συναυλιακούς χώρους, dark και alternative σκηνές, πριβέ πάρτι στα Hamptons και καζίνο στο Atlantic City μέχρι καταγώγια, πατάρια, πίστες κάθε είδους, πανηγύρια στη Βοιωτία, σε γάμους στην Αμερική και πάει λέγοντας. Όλα αυτά δε με έκαναν μόνο καλύτερη μουσικό αλλά και καλύτερη ηθοποιό, γιατί έμαθα να προσαρμόζομαι, να αντιμετωπίζω πλήθος κόσμου, να έχω απεύθυνση στο κοινό και να αναπτύσσω κατάλληλα το ενεργειακό μου εκτόπισμα. Και φυσικά έχω πολλές τραγελαφικές ιστορίες να διηγηθώ στην κόρη μου – ίσως τελικά γράψω και γι’ αυτά ένα βιβλίο.
Οι «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη ήταν η πρώτη μου δουλειά επισήμως ως ηθοποιός και η πιο ονειρεμένη εκκίνηση της μετέπειτα πορείας μου.
Με παρότρυνση μιας μεγαλύτερης συμφοιτήτριάς μου στη δραματική, πήγα κρυφά (γιατί μας το απαγόρευαν) στο casting της ταινίας και ευγνωμονώ πάντα τον Παντελή Βούλγαρη που με επέλεξε για το ρόλο, χωρίς καν να με ξέρει. Αν και στη συνέχεια αφοσιώθηκα περισσότερο στο θέατρο και τη μουσική, το ότι δεν συνέχισα το ίδιο δυναμικά στον κινηματογράφο ήταν καθαρά θέμα συγκυριών ή επιλογών των σκηνοθετών. Μου είχαν πολλή εκτίμηση αλλά τελικά δε με προτιμούσαν ποτέ, πάντα προηγείτο κάποια άλλη πιο όμορφη ίσως, πιο γνωστή. Πιστεύω ότι, κάποια στιγμή, θα μου δοθεί η ευκαιρία να δοκιμαστώ και σε έναν γενναίο ρόλο στο σινεμά.
Ο ρόλος μου στη «Δόξα Κοινή» είναι η υποκριτική μέσω της μουσικής.
Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για θεατροποιημένη λυρική, κυρίως, ποίηση και όχι για ενσάρκωση χαρακτήρων. Όλα τα πλάσματα που συναντάμε στο ποιητικό σύμπαν της παράστασης είναι υπερβατικά, αρχετυπικά, υπερίπτανται μιας πεζής πραγματικότητας. Η μουσική είναι φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης, δεν είναι συνοδευτική, γίνεται η ίδια δράση. Και είναι μαγικές οι στιγμές που ταυτόχρονα λόγος, χορός και μουσική συμπυκνώνονται και πυροδοτούν τις αισθήσεις σε εκστατικό βαθμό.
Από την διαδικασία μελοποίησης αυτών των ποιημάτων, θυμάμαι ένα ατέλειωτο δέος και μια βαθιά ευγνωμοσύνη:
Να μελοποιώ τους πλέον αγαπημένους μου ποιητές, που με καθόρισαν και με έπλασαν αυτό που είμαι σήμερα. Δουλέψαμε πάρα πολύ όλος ο θίασος και ομολογώ ότι είμαι ενθουσιασμένη με το αποτέλεσμα, γιατί καταφέραμε και παντρέψαμε τον λυρισμό, το όνειρο και την προσωδία των αριστουργηματικών αυτών κειμένων με τον ψηφιακό ήχο, φέρνοντας την ποίηση στο σήμερα και στο πάντα. Έτσι, προέκυψε ένα ερωτικό εμβατήριο (το Σύνταγμα της Ηδονής), μια άρια στον έρωτα (Έρωτα Εξάπλωσον), ένας γυναικείος πεντοζάλης (Είναι οι γυναίκες που αγαπούμε), ένα drum ‘n’ bass beat (Οι Μπεάτοι), μια ερωτική μπαλάντα (Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες), ένα αποδομημένο παραδοσιακό τραγούδι (Μενούσης) κ.α. Με τον Μάριο Παπούλια στο πρώτο ανέβασμα και τώρα με τον Χρήστο Πετεβή δημιουργούμε κάθε φορά, σε ζωντανό χρόνο, το μουσικό σύμπαν της παράστασης, και με τη χρήση synthesizers και effects χτίζουμε ηχοτοπία μεταξύ ονείρου και εφιάλτη. Η μουσική της παράστασης κυκλοφορεί ήδη από την Ammos Music σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Η «Δόξα Κοινή» είναι μια παράσταση γεμάτη ζωή, χυμούς κι αισθήσεις και πρωτοανέβηκε συνειδητά ως μανιφέστο και αντίδοτο ενάντια στην ιδιαίτερα αντιερωτική και αφασική περίοδο των τελευταίων χρόνων.
Αυτό όμως που κανείς δεν φαντάστηκε ήταν το πόσο χειρότερα θα γίνονταν τα πράγματα για τον άνθρωπο, τη ζωή, τον έρωτα, τη σωματική επαφή, την ανθρώπινη συνύπαρξη τα τελευταία δυο χρόνια. Είμαι, λοιπόν, ενθουσιασμένη που γίνεται επιτέλους εφικτή η επανεκκίνηση της παράστασης – που την εισπράττω περισσότερο ως δυναμική συνέχειά της – όχι μόνο για την τόση δουλειά που κινδύνεψε να πάει χαμένη αλλά γιατί η εποχή μας, αλλά κι εμείς οι ίδιοι που τη φτιάξαμε, την έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ.
Γενικά, δεν πιστεύω στην έννοια της ομάδας· πιστεύω, όμως, στη δύναμη μιας συντονισμένης ομάδας με κάποιον επικεφαλής και επιμέρους ατομικές προσπάθειες υπό έναν κοινό, ιερό στόχο.
Είναι, ουσιαστικά, μια ιδανική συνθήκη αλλά όταν υφίσταται είναι πραγματικά μαγικό – και νομίζω για κάτι τέτοιες στιγμές κάνουμε θέατρο. Με τον Δημήτρη Τάρλοου και την ομάδα του θεάτρου Πορεία έχουμε δουλέψει ως τώρα σε τρεις σημαντικές παραστάσεις, τον «Γιούγκερμαν», τη «Δόξα Κοινή» και τον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου». Ήταν για μένα ευλογημένες συνεργασίες, που ακόμα και εν μέσω εντάσεων καμιά φορά – γιατί κι αυτό είναι ανθρώπινο – μου έδωσαν το χώρο και το χρόνο να ανθίσω και να αναλάβω πρωτοβουλίες όπως ποτέ άλλοτε. Είμαι ευγνώμων γι’ αυτό και με πολλή χαρά δίνω πάντα τον καλύτερο μου εαυτό.
Ομολογώ ότι παραδόξως, η πρόσφατη περιπέτεια υγείας μου, δεν είναι το χειρότερο πράγμα που μου έχει συμβεί.
Ήταν άλλη μια περιπέτεια υγείας για τη συλλογή μου. Και μη χειρότερα λοιπόν, και για άλλη μια φορά είμαι ευγνώμων για την τύχη μου. Στα θετικά βάζω και το ότι έφτιαξα τη διατροφή μου και καθιέρωσα το να αθλούμαι καθημερινά – κι αυτό πραγματικά μου έχει αλλάξει τη ζωή.
Δεν είχα δεύτερες σκέψεις μετά τη διάγνωση.
Δούλευα και πολύ εκείνον τον καιρό. Έκανα όσες εξετάσεις χρειάζονταν, ευτυχώς το προλάβαμε νωρίς, αποφασίστηκε η λύση της ολικής μαστεκτομής, έκανα αυτό που ήταν να κάνω, είχα απεριόριστη υποστήριξη από τους ανθρώπους μου και όλα πήγαν καλά.
Μίλησα ανοιχτά για τον καρκίνο του μαστού και το έκανα σαφέστατα για τους άλλους.
Για τους μεν κοντινούς μου ώστε να μην ανησυχήσουν, και για όσους τύχαινε να με ακούσουν – ούτε κατά διάνοια για ηρωοποίηση αλλά απλώς για να βάλω κι εγώ με την ταπεινή μου εμπειρία το ζήτημα του καρκίνου στη σωστή διάσταση. Υπάρχει μια δαιμονοποίηση κι ένα ταμπού γύρω από αυτήν την πολύ συνηθισμένη, πια, αρρώστια, την ίδια στιγμή που με μια απλή εξέταση και πρόληψη μπορεί να αποφευχθεί μια τεράστια ταλαιπωρία και φυσικά να σωθούν ζωές. Το μήνυμα λοιπόν είναι ένα: Μαστογραφία και υπέρηχο κάθε χρόνο. Κι ένα ακόμα για τις μέλλουσες μαμάδες: Μπορείτε να θηλάσετε και με ένα, μόνο, μαστό.
Είμαι τόσο ευτυχισμένη με την απόκτηση της κόρης μου
που ειλικρινά αναρωτιέμαι πως και γιατί ζούσα προηγουμένως χωρίς εκείνην. Ποιά; Εγώ, που δεν ήθελα ούτε να ακούω για παιδιά… Μα, πόση ευτυχία πια!
Στέλλα Χαραμή, monopoli.gr, 2.1.2023