Ελεύθερη γλώσσα, συνειρμική. Φτιάχνει εικόνες, συνθέτει σκηνικά, διαμορφώνει διαθέσεις. Μπαίνουν, βγαίνουν, χορεύουν, υποκλίνονται, λατρεύουν, σκοτώνουν, ουρλιάζουν, τραγουδούν, αγκαλιάζονται, τρέμουν. Την πλοκή μην την αναζητήσεις, δεν υπάρχει όπως νομίζεις ότι υπάρχει. Η πλοκή είναι αλλού. Μεταφέρεται από εδώ και από εκεί, ανεβαίνει στις σκάλες, στα τραπέζια, στα πλήκτρα του πιάνου, μέσα στο νερό, πάνω στο ρόδι. Μέσα μας χαράζει τις δικές της διαδρομές.
«Μια μέρα που κατέβαινα στην οδό των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μεσ’ στην καρδιά των Αθηνών, μεσ’ στην καρδιά του θέρους. Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Αίφνης μια κηδεία πέρασε…Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξει τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μία δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων…».
Με αυτούς τους στίχους ξεκινάει η θεατρική δράση. Όλα με αφετηρία εις την Οδό των Φιλελλήνων.
Όλα, εικόνες, λέξεις. Εκεί θα αναστηθεί γεννιέται ξαφνικά μια αντιφατική εικόνα: Ιούλιος, μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας και την κίνηση του δρόμου διακόπτει μια επικήδεια πομπή. Οι επιβάτες ενός αστικού λεωφορείου, που περιμένουν την πομπή να περάσει, νιώθουν τις αισθήσεις τους να λιώνουν από τον συνωστισμό της σάρκας και τον ανελέητο καύσωνα. Και αμέσως μετά θα μεταφερθούμε, σαν μια μυστική, σιωπηρή συνέχεια, Ιούλιο στην Πάρο «κει που προχωρούσαμε το καταμεσήμερο μες στα στενά, είδαμε να μας έρχεται απ’ αντίκρυ μ’ ελάχιστο ρούχο -και εκείνο στον αέρα-μια ξανθή παιδούλα…» μέσα από το μυαλό του Οδυσσέα Ελύτη, η αέρινη μορφή μιας κοπελιάς που ξεσηκώνει τα μυαλά και διέγερση ερωτική θα προκαλέσει «σαν την έμπνευση». Έτσι κάπως, μέσα σε ένα ποιητικό παραλήρημα εικόνων και λέξεων, έρχονται και φεύγουν οι σκηνές, δίνοντας χώρο στον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο.
«Είδα τη γυναίκα παραδομένη, τον άντρα να ‘ναι αυτός που πάντα κάτι θέλει να πάρει. Τον έρωτα, ταυτόσημο με τον θάνατο. Την ερωτευμένη Σαπφώ, χωρίς το αντικείμενο της αγάπης, στον Άδη, νεκρή. Είδα τις ξένες αγκαλιές του ερωτικού λόγου, τον πόθο χωρίς αγάπη. Είδα τις ξένες αγκαλιές της βακχικής ερημιάς. Στο ύψιστο σημείο της καβαφικής αποχαλίνωσης με σταμάτησε απότομα η σολωμική ένσταση…», αναφέρει ο Στρατής Πασχάλης, που υπογράφει τη σύνθεση του κειμένου, στο σημείωμά του ενώ ο Δημήτρης Τάρλοου που σκηνοθετεί το έργο καταγράφει τις δικές του σημειώσεις στις πρόβες: «Το θέατρο ξεκίνησε από τη θρησκευτική λατρεία. Είναι μια τελετουργία. Όπως και να το ονομάσει είναι ένα υπόγειο νήμα, που συνδέει ανθρώπους που έχουν ένα κοινό μυστικό».
Η αισθαντικότητα της ποίησης. Η συγκίνηση της μουσικής. Ο ηλεκτρισμός των κορμιών. Η μαγεία του θεάτρου. Δόξα. Δόξα Κοινή. Ένα κομψοτέχνημα θεατρικό, ελπίζω και εύχομαι όχι για λίγους αφού το θέατρο είναι συνέχεια κατάμεστο, βασισμένο σε στίχους μεγάλων ποιητών μας. Ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας αφετηρία για τον άλλον, ο ένας για τον άλλο σε ένα διακειμενικό σύμπαν. Ύμνος στον Έρωτα, τον ευκαιριακό, τον αγοραίο, τον πλατωνικό, τον άυλο, μέσα από μια χρονική ποιητική απαγγελία που ξεκινάει από το παρελθόν και φθάνει ως το σήμερα. Οι διδακτισμοί εδώ δεν έχουν θέση, μόνο η απόλαυση της ποίησης, μέσα από μια άκρως παραστατική, ζωντανή, οικεία και σύγχρονη θεατρική απόδοση.
Από το «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου, στο «Να μείνει» του Καβάφη και το θείος Ιούλιος μήνας, από τον Καρυωτάκη, στη Μαρία Πoλυδούρη και «μόνο γιατί μ’ αγάπησες», και συνεχίζουμε πλέοντας μαζί με τον Καββαδία σε «ένα λαμπρό ποστάλ και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία».
Ο ποιητής ταυτίζοντας τις δύο εικόνες, συνειδητοποιεί τη σχέση έρωτα και θανάτου. Αίφνης η ζωή αποκτά άλλο νόημα, αφού ο έρωτας –σε όλες τις εκφάνσεις του– συμβαίνει διαρκώς στα παρασκήνια της καθημερινότητας…
Το κείμενο της παράστασης αποτελείται από διαφορετικά ποιήματα, καλύπτοντας μεγάλο μέρος της λυρικής μας παράδοσης από τη Σαπφώ μέχρι τον Σολωμό, από τον Καβάφη μέχρι τον Ελύτη. Διαφορετικές μεταξύ τους ποιητικές διάλεκτοι, καθημερινές εικόνες, πανάρχαιες τελετουργίες, το γλωσσικό και το πολιτιστικό παρελθόν μας συναιρούνται για να υμνήσουν τον έρωτα, την απόλυτη αξία του ελληνικού πνεύματος, που καθιστά τα πάντα κοινά. Όπως και τη Δόξα. Κοινή.
Η μουσική αλλά και οι δυο μουσικοί της παράστασης, η Λήδα Μανιατάκου στο αρμόνιο και στα φωνητικά και ο Χρήστος Βαλεντίνο Πετεβής στο βιολί, επιτελούν και αυτοί ερμηνευτικά και χορογραφικά, σε ένα θέαμα αριστουργηματικό.
Ο Δημήτρης Τάρλοου καταφέρνει ένα μικρό θεατρικό θαύμα επί σκηνής συγκεντρώνοντας σωστά επιλεγμένα κείμενα αλλά και νέους, ταλαντούχους συντελεστές που με την ορμή και τη ζωντάνια που τους διακατέχει, δίνουν πνοή σε κάθε στίχο, σε κάθε λέξη. Μια παράσταση παρηγοριά στη σταδιακή αποδυνάμωση και τον πιθανό θάνατο της ελληνικής γλώσσας, ελπίδα στο αδιέξοδο του διαδικτυακού χάους που υπονομεύει τη γλώσσα μας.
Πέπη Νικολοπούλου, elculture.gr, 4.2.2023