Το σκηνικό της Αλέγιας Παπαγεωργίου, εκτεθειμένο εξαρχής στο βλέμμα του κοινού, φέρνει στο μυαλό το καθιστικό ενός μεγαλοαστικού σπιτιού, σχεδόν ονειρεμένο και παραμυθιακό, στρωμένο με ανοιχτόχρωμα χαλιά, καρέκλες μικρές και μεγάλες, στοίβες με βιβλία και στοιχεία που μαρτυρούν την παρουσία μικρών παιδιών.
Ο Μαρκ ζει με τη μητέρα του, Μπεθ (Μαρία Ζορμπά). Είναι ανερχόμενος συγγραφέας, ιδιόρρυθμος, καθώς επιμένει να γράφει σε ξεπερασμένη γραμματοσειρά, πάσχει από αγοραφοβία που του δημιουργήθηκε μετά από… παραποιήσεις κάποιων αναμνήσεων από τη μητέρα του. Εκείνη, παρανοϊκά υπερπροστατευτική, του φέρεται σαν να είναι παιδί και κατά τη διάρκεια του έργου μοιάζει όλο και περισσότερο να τρέφεται από τη σημασία που έχει για την επιβίωση του γιου της. Για να τον «βοηθήσει» προσλαμβάνει τον Τζέικ (Χάρης Τζωρτζάκης) που καλείται να αναλάβει τις δημόσιες εμφανίσεις του «ανίκανου» να βγει στον έξω κόσμο, Μαρκ.
Σταδιακά, η επαγγελματική σχέση των δύο νεαρών ανδρών εξελίσσεται σε φιλική και εμπιστευτική, γεγονός που οδηγεί τελικά τον συγγραφέα να πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει το σπίτι μετά από δεκαετίες. Επέρχεται η ρήξη με τη μητέρα και ο ηθοποιός Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, που έως εκείνη τη στιγμή καθόταν μόνο στην παιδική καρέκλα και κινούνταν αυστηρά «μέσα στο σπίτι» (χαλιά), διαρρηγνύει το πλαίσιο του χώρου και κατεβαίνει στην πλατεία, επιδεικνύοντας ενθουσιώδη κοινωνικότητα.
Τα κοστούμια, επίσης της Α. Παπαγεωργίου, σύγχρονα, με μικρές πινελιές που υπογραμμίζουν τη θέση του Μαρκ στην οικιακή, κυρίως, ζωή, όπως οι παιδικές του παντόφλες που αποχωρίζεται μόνο πριν κατέβει στην πλατεία. Το σακάκι του είναι παλιομοδίτικο.
Η συγγραφέας και ο σκηνοθέτης δεν αποκόπτονται από τη σύγχρονη ζωή και καθημερινότητα, τις μόδες, εισάγοντας στοιχεία της ψηφιακής κουλτούρας («αν είχες facebook», πρόποση στο Internet) ενώ η Κάρεν (Σίλια Μπισιώτη), θαυμάστρια του Μαρκ και αγαπημένη του Τζέικ, έχει κάνει «τατού» ένα απόσπασμα από το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα.
Μεταθεατρικότητα και διακειμενικότητα (η Μπεθ έχει γυρίσει από παράσταση του Άμλετ), χιούμορ και θέατρο μαριονέτας παντρεύονται καθώς περιγράφει η Μπεθ την εμπειρία της στο θέατρο, στον άλλο Άμλετ, τον γιο της που αν και δεν προσπαθεί να τον βγάλει τρελό, προσπαθεί διακαώς να τον πείσει για το «πρόβλημά» του και εδώ, το φάντασμα του νεκρού, όχι πατέρα αλλά θείου, της μόνης αγαπητής πατρικής φιγούρας, εμφανίζεται υπό τη μορφή μιας μακάβριας μαριονέτας που δεν μοιάζει καθόλου με την περιγραφή που δίνει ο ανιψιός του. Ο ομοφυλόφιλος, συγγραφέας θείος, έχει πεθάνει από τον ιό του AIDS και μέσα από την απόρριψή του από τους οικείους του διαπιστώνουμε το στίγμα της ασθένειας.
Ο Sergei Okunev, εκτός από την περίτεχνη χρήση των προαναφερθέντων, της συμβολικής χρήσης του χώρου και της ταυτόχρονης σκηνοθεσίας (οι ηθοποιοί ξαναπαίζουν σκηνές σε διαφορετικό ύφος, «παραγγέλνουν» να αλλάξει ο φωτισμός) δημιουργεί και εικόνες με στοιχεία θεάτρου-παιχνιδού, τόσο όταν ο Τζέικ και η Κάρεν περνούν χρόνο μαζί (το μπαλόνι-καρδιά να βγαίνει μέσα από ένα κιβώτιο) όσο και όταν οι τρεις νέοι διασκεδάζουν χορεύοντας ανάμεσα σε πολύχρωμα μπαλόνια περικυκλωμένοι από τον μαύρο χώρο της σκηνής, ενώ ο μονόλογος της εξουθενωμένης και παρατημένης πια Μπεθ, σκηνοθετημένος ακριβώς όπως ο μονόλογος του Άμλετ, επικαλύπτεται από τη μουσική.
Οι φωτισμοί της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου, ατμοσφαιρικοί και η μουσική του Panú, συμφωνική και συνήθως εκκωφαντική, τονίζει τις ρήξεις, τις διαθέσεις και δημιουργεί συναισθήματα κάποτε κλειστοφοβικά και κάποτε λυτρωτικά σαν εκείνα του κεντρικού ήρωα. Τις χορογραφίες, πότε αστείες και πότε γλυκές, επιμελήθηκε η Κατερίνα Φώτη.
Ένα υψηλό επίπεδο υποκριτικής, στο οποίο ξεχώρισε ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος.
Aνδριάνα Τσιότσιου, 2020mag.gr, 7.10.2023