Στον σκηνοθέτη και ηθοποιό Sergei Okunev δεν του αρέσει να μιλάει για το παρελθόν. Απόφοιτος του τμήματος Σκηνοθεσίας της περίφημης Σχολής GITIS, με τρία χρόνια εμπειρίας σε έναν από τους κυριότερους θεατρικούς οργανισμούς της Μόσχας, βρέθηκε να εκκινεί καριέρα και ζωή από την αρχή, ύστερα από το γεγονός της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της επακόλουθης μετανάστευσης του.
Ο δρόμος του τον έφερε στην Ελλάδα, όπου χάρη στον Γιώργο Κουτλή -συμφοιτητή του στο GITIS- ήρθε σε επαφή με το Θέατρο Πορεία. Αποτέλεσμα αυτής της γνωριμίας, η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά στη χώρα μας, το «Garamond 12», σε κείμενο της Μαρίας Δριμή, το οποίο, ύστερα από τον πρώτο επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2023, επέστρεψε, αυτό το φθινόπωρο, για λίγες μόνο παραστάσεις, στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία.
Στη σκηνή, ο Sergei Okunev έστησε ένα σύγχρονο ατμοσφαιρικό παραμύθι αντιθέσεων και αντιστροφής ρόλων, το οποίο, με επίκεντρο την πνιγηρή και προβληματική σχέση μιας μητέρας με το παιδί της, πραγματεύεται ζητήματα ταυτότητας και “απογαλακτισμού”, δειλίας απέναντι στη ζωή, αποδοχής του εαυτού, άρνησης παραδοχής της πραγματικότητας, αδυναμίας να ακολουθήσουμε έναν «ενδεδειγμένο» τρόπο ζωής, φιλίας και ερωτικής επιθυμίας, θέτοντας, παράλληλα, ερωτήματα σχετικά με το χρέος και την ευαλωτότητα του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο και το κοινό του.
Για τον Sergei Okunev από τη διαδικασία δημιουργίας της παράστασης δεν έλλειψαν οι προκλήσεις, όπως τα στενά χρονικά χρονικά περιθώρια για πρόβες ή η μη γνώση ελληνικών από τη μεριά του, ωστόσο, όπως μάς εξομολογείται ο ίδιος, οι συνθήκες αυτές τους έσωσαν από υπερβολικές σκέψεις και άσκοπες συζητήσεις, με το αποτέλεσμα να είναι εξίσου ικανοποιητικό για όλους, ιδιαίτερα όσον αφορά την αποδοχή του κοινού. Ο ίδιος, μάλιστα, επιθυμεί να παρουσιάσει ξανά κάποιο έργο στην Αθήνα, και ελπίζει αυτό να μπορέσει να πραγματοποιηθεί την επόμενη σεζόν.
Λίγο πριν η παράσταση ρίξει αυλαία, στο Θέατρο Πορεία, στις 22 Οκτωβρίου, ο Sergei Okunev μάς μίλησε για την εμπειρία του και τους δεσμούς του για με την Ελλάδα, τις εντυπώσεις από τη συνεργασία του με τους Έλληνες ηθοποιούς, για το έργο της Μαρίας Δριμή και όσα θα παρακολουθήσουμε επί σκηνής, για τις σκέψεις του σχετικά με την “αυθεντία” του σκηνοθέτη, τη σχέση μητέρας-παιδιού και τον “απογαλακτισμό” του έργου τέχνης από τον δημιουργό του.
Mε το Garamond 12 εγκαινιάζετε την πρώτη σας σκηνοθεσία στην Ελλάδα. Πώς θα περιγράφατε αυτή την εμπειρία; Ποιες ήταν οι προκλήσεις που κληθήκατε ν’ αντιμετωπίσετε δουλεύοντας με έλληνες ηθοποιούς; Διαπιστώσατε διαφορές στην νοοτροπία και στον τρόπο δουλειάς σε σχέση με τους ρώσους καλλιτέχνες;
Ήμασταν πολύ τυχεροί γιατί οι προθεσμίες ήταν στενές. Είχαμε μόνο 36 πρόβες στη διάθεση μας. Ήταν ζωτικής σημασίας για όλους μας, τους ηθοποιούς και όλους όσοι συμμετείχαν στο έργο, να βρούμε γρήγορα μια κοινή θεατρική γλώσσα, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι δεν μιλάω ελληνικά. Πιστεύω ότι αυτές οι συνθήκες μας έσωσαν από υπερβολικές σκέψεις και άσκοπες συζητήσεις. Ως σκηνοθέτης, δεν έδωσα μεγάλη σημασία στις διαφορές ή τις ιδιαιτερότητες.
Είστε απόφοιτος της περίφημης θεατρικής σχολής GITIS που εδρεύει στη Μόσχα. Μιλήστε μας για τη θεατρική σας διαδρομή μέχρι σήμερα και εξηγήστε μας πώς βρεθήκατε να σκηνοθετείτε στην Ελλάδα και πώς προέκυψε η συνεργασίας σας με το θέατρο Πορεία;
Η θεατρική μου διαδρομή “διχοτομείται” από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την επακόλουθη μετανάστευσή μου. Δεν βλέπω το λόγο να μιλάω για έργα του παρελθόντος. Τώρα, ξεκινώ τα πάντα από την αρχή, αλλά αυτή τη φορά στην Ευρώπη. Όλοι οι δεσμοί μου με την Ελλάδα οφείλονται σε ένα πρόσωπο, τον Γιώργο Κουτλή, με τον οποίο σπουδάσαμε μαζί στο GITIS. Εκείνος με σύστησε στο θέατρο Πορεία. Είναι ο νονός της ελληνικής θεατρικής μου ζωής.
H παράσταση Garamond 12 παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Πορεία. Πώς νιώθετε γι’ αυτή την επιστροφή με ένα έργο που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το κοινό στο πρώτο του ανέβασμα;
Νομίζω ότι όλοι αισθάνονται όμορφα όταν ένα έργο αποδεικνύεται επιτυχημένο, συμπεριλαμβανομένων των ηθοποιών, των σκηνοθετών, των παραγωγών και του προσωπικού του θεάτρου. Όλοι.
Για εκείνους που θα παρακολουθήσουν την παράσταση σας στο Θέατρο Πορεία, για πρώτη φορά, εντάξτε μας λίγο στην ιστορία και το κλίμα της; Τι θα δούμε επί σκηνής;
Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι οι ηθοποιοί σε αυτό το έργο αναγκάζονται να δουλέψουν πολύ και ειλικρινά. Όλη η παράσταση είναι χτισμένη γύρω από αυτούς. Δεν έχουν χρόνο να ξεκουραστούν επί σκηνής. “Πιάστο όσο μπορείς” με λίγα λόγια.
Ποια ήταν τα δικά σας συναισθήματα όταν διαβάσατε για πρώτη φορά το έργο της Μαρίας Δριμή; Με ποιον τρόπο «αντήχησε» μέσα σας; Και ποιο είναι το αγαπημένο σας κομμάτι, αν θέλετε, από αυτό;
Ήταν μια απαιτητική εμπειρία για εμένα το να εργαστώ πάνω στο κείμενο. Πρώτον, επειδή δεν μιλάω τη γλώσσα. Δεύτερον, δεν είχαμε πολύ χρόνο για πρόβες. Αλλά η σχέση μεταξύ της μητέρας και του γιου έγινε η σωτηρία μου.
Ποια είναι η δική σας σκηνοθετική προσέγγιση του έργου; Τι είναι αυτό που θα θέλατε να αναδείξετε μέσα από την παράσταση σας;
Ήθελα να μπορέσω να ανεβάσω το έργο σε ένα μήνα στα ελληνικά. Ήθελα οι ηθοποιοί και εγώ να βρούμε κάτι ενδιαφέρον για τον καθένα σε αυτή την παράσταση.
Αντιμετωπίσατε προκλήσεις κατά τη διάρκεια δημιουργίας της παράστασης; Τι είναι εκείνο που θα θυμάστε περισσότερο από τις πρόβες;
Μερικές φορές οι ηθοποιοί έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ των προβών και των διαδηλώσεων στους δρόμους. Αυτό μου έκανε εντύπωση. Πιστεύω ότι είναι καλό σημάδι για τους ηθοποιούς όταν δεν είναι αποκομμένοι από την πραγματικότητα.
Μέσα από το είδος εξουσίας που ασκούσε η Μπεθ στο γιό της Μαρκ, πραγματοποιήσατε στην παράσταση σας ένα σχόλιο πάνω στην «αυθεντία» του σκηνοθέτη. Είναι ένας σκηνοθέτης ο απόλυτος εξουσιαστής μιας παράστασης; Τι πιστεύετε εσείς γι’ αυτό; Πόσο εποικοδομητικό (ή όχι) είναι κάτι τέτοιο για τη δημιουργική εξέλιξη;
Όχι δεν είναι. Στο έργο μας, ο σκηνοθέτης είναι το άτομο που κάθεται στο κέντρο ελέγχου πτήσης και οι ηθοποιοί είναι αστροναύτες στο θεατρικό “διαστημόπλοιο”. Εγώ τους δίνω μόνο υποδείξεις και συμβουλές- αυτοί αποφασίζουν εξ ολοκλήρου πού θα κατευθυνθούν. Εγώ απλώς τους προτείνω ενδιαφέρουσες διαδρομές.
Ο «απογαλακτισμός» του Μαρκ από τη μητέρα του, που συμβαίνει, εν τέλει, κάποια δεδομένη στιγμή μέσα στο έργο, θυμίζει λίγο τον «απογαλακτισμό» ενός έργου τέχνης, όταν φύγει από την «αγκαλιά» του δημιουργού του και ανοίγεται στον κόσμο. Σαν σκηνοθέτης σας τρομάζει μια τέτοια προοπτική;
Πιστεύω ότι τώρα το έργο ανήκει εξ’ ολοκλήρου στους ηθοποιούς. Αλλά υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Τελικά η σχέση μιας μητέρας με το παιδί της εμπεριέχει -από τη μεριά του γονιού σαφως- κάτι το ναρκισσιστικό; Πως το βλέπετε;
Νομίζω ότι η σχέση μεταξύ μητέρας και παιδιού αποτελεί την αρχετυπική πλοκή στην οποία δεν μπορείς να βρεις απάντηση. Είναι ένα μείγμα αντιφάσεων. Αγάπη και εγωισμός. Μίσος και εξάρτηση. Νομίζω ότι απλά θέτουμε αυτά τα ερωτήματα. Το κοινό καλείται να τα απαντήσει μόνο του.
Μελλοντικά σας πρότζεκτ που βρίσκονται στα σκαριά και μπορείτε να μοιραστείτε μαζί μας; Πόσο σύντομα θα δούμε ξανά κάποια δουλειά σας στην Ελλάδα;
Επί του παρόντος, ζω και εργάζομαι στο Μόναχο. Ελπίζω όμως ότι την επόμενη σεζόν θα μπορέσω να ανεβάσω ξανά ένα έργο στην Αθήνα. Όλα εξαρτώνται από τις προσκλήσεις και τις προσφορές. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ η συνεργασία με το ελληνικό θέατρο.
Αριστούλα Ζαχαρίου, monopoli.gr, 20.10.2023