Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

21 Ιουνίου 2024
Μαρίνα Καραγάτση: "Στη μνήμη του συμπατριώτη μου Υπάτιου Περδίου"
article image
ΑΡΘΡΑ

Ανάσταση

Δεν είχε ακόμα καλά-καλά ξημερώσει, όταν εκεί, μέσα στα βαθιά χαράματα με ξύπνησαν νευρικοί χτύποι στην πόρτα, μπερδεμένοι με χαμηλές ανδρικές φωνές. Σηκώθηκα αλαφιασμένος από το κρεβάτι και έτρεξα να ανοίξω, ενώ συνάμα αγωνιζόμουνα να ρίξω πάνω μου όπως-όπως το άντερί μου. Ήταν η αστυνομία. Μπροστά ο διοικητής και πίσω του ο υπαστυνόμος. «Παπά, συγγνώμη που σε ξυπνάμε τέτοια ώρα και μάλιστα τέτοια μέρα, ανήμερα της Λαμπρής», ψιθύρισε μισοχαμογελώντας αμήχανα ο αστυνόμος, «αλλά σου έχουμε ένα πασχαλιάτικο δώρο. Να, κάτω στην Πλακούρα βρέθηκε ένας ενορίτης σου…». «Λέγε λοιπόν χριστιανέ μου, ποιος είναι, τι έπαθε;» τον διέκοψα εγώ γεμάτος ταραχή: «Μην κάνεις έτσι παπά και θα πάθεις τίποτα», προσπάθησε να με καθησυχάσει ο αστυνόμος. «Όλοι το ξέραμε πως το πήγαινε φιρί-φιρί ο μακαρίτης», συμπλήρωσε και πρόσθεσε ψελλίζοντας στενοχωρημένος: «Για τον Υπάτιο μιλάω, παπά. Βρέθηκε πριν λίγη ώρα χτυπημένος και πνιγμένος στην Πλακούρα κάτω από την ταβέρνα του Νόνα.» Και ενώ εγώ δεν έβλεπα την ώρα να πάω να ετοιμαστώ, ο αστυνόμος αγνοώντας τη δικιά μου συγκίνηση και αδημονία, επέμενε να συνεχίζει τη θλιβερή εξιστόρησή του: «Έφτασε στην ταβέρνα χτες αργά, κόντευαν πια να κλείσουν», άρχισε πάλι, «και ήτανε, λέει, πολύ ζαλισμένος, γιατί ζήτησε από το Νόνα ένα καφέ. Ο Νόνας παρόλο που βιαζόταν να πάει για ύπνο, του έκανε τη χάρη. Ο Υπάτιος πήρε τον καφέ και πήγε και τον έπινε καθισμένος εκεί στο μπαγκάλι. Μετά έφυγαν όλοι και έμεινε μόνος μέσα στη νύχτα. Τον βρήκαν τα ξημερώματα κάποιοι γειτόνοι να μισοπλέει ανάμεσα σ’ ακροθαλασσιά κι αμμουδιά. Λένε πως εκείνη την ώρα ακόμα ζούσε». Εδώ πια αναγκάστηκα να διακόψω κάπως απότομα τη διήγηση του αστυνόμου. «Κύριε Διοικητά» του είπα, «μπορείτε, σας παρακαλώ, να με περιμένετε για λίγο, να πάω να ετοιμαστώ; Δε θ’ αργήσω. Πέντε λεπτά θα κάνω». Δεν έβλεπα την ώρα να πάω να συναντήσω τον Υπάτιο για τελευταία φορά.
*Γύρω στις έξι το πρωί, άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. Πετάχτηκα πάνω. Ο σύζυγος ούτε που το πήρε είδηση. Αρκέστηκε να γυρίσει από το άλλο πλευρό. Όλο το δίκιο όμως με το μέρος του. Ξέρεις τι σημαίνει να είσαι νεωκόρος Μεγάλη Βδομάδα και μάλιστα στην Παναγία, την πιο μεγάλη ενοριακή εκκλησία της Χώρας; Ξεθέωμα από τα άγρια ξημερώματα μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Και τι να πει κανείς πια για την Ανάσταση; Να! Και σήμερα τα ίδια έγιναν. Η λειτουργία τελείωσε όπως συνήθως στη μία και μισή, κι ώσπου να συμμαζέψει ο Δημόκριτος, πήγε δύο και μισή κι ώσπου να γυρίσουμε σπίτι μας στη Μεσαριά, καλές τρεις. Ίσα-ίσα που φάγαμε δυο-τρεις κουταλιές κοτόσουπα να στρώσει λίγο το στομάχι μας από τη νηστεία, και πέσαμε ξεροί για ύπνο. Η αλήθεια είναι πως είχαμε λιγάκι ανησυχήσει που ο κουνιάδος μου για πρώτη φορά δεν ήρθε στην Ανάσταση. Όχι πως ήταν ταχτικός της εκκλησίας, αλλά για το «Χριστός Ανέστη» από τότε που τον θυμάμαι, πάντα έδινε το παρών. Εγώ μάλιστα κάθε χρόνο τέτοια μέρα συνήθιζα αποβραδίς να του απλώνω στο ντιβάνι σιδερωμένο το καλό του το κουστούμι, το άσπρο του πουκάμισο, μια καθαρή αλλαξιά, και από κάτω πάντοτε περίμεναν καλογυαλισμένα τα μαύρα του παπούτσια, που όπως μου είχε πει τα είχε φτιάξει μόνος του τότε που ήταν νέος. Την τέχνη του παπουτσή την είχε μάθει στην Αθήνα. Έπαιρνε τα δέρματα, έκοβε τις πατούσες και μετά έβγαζε τα δικά του σχέδια. Πρωτότυπα. Είχε φαντασία. Του άρεσε η λεπτή δουλειά. Ήταν καλλιτέχνης ο άνθρωπος. Και ήταν κι όμορφος. Ένας ξανθός άγγελος ήτανε. Και ξαφνικά κάτι πήγε στραβά, τα παράτησε όλα και το ‘ριξε στο πιοτό. Στο χωριό λέγανε για κάποιο άτυχο έρωτα, το πήρε λέγανε κατάκαρδα. Πόσα και πόσα προξενιά δεν του κάνανε μετά, αυτός αμετάπειστος. «Εγώ τελείωσα», τους απαντούσε κοφτά, και άλλαζε κουβέντα. Στο βάθος της καρδιάς τού πανέξυπνου, του πλακατζή Υπάτιου – γιατί ο κουνιάδος μου ήταν φοβερός καλαμπουρτζής – είχε ριζώσει αυτό το αγιάτρευτο σαράκι. Έτσι έχουν δυστυχώς τα πράγματα. Γι’ αυτό και του είχα κάποια αδυναμία και πάντα έδειχνα κατανόηση στη δικιά του μεγάλη αδυναμία. Έτσι λοιπόν, μόλις γυρίσαμε από την εκκλησία, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να ρίξω μια ματιά στο δωμάτιό του. Ανέγγιχτο το κοστούμι, και το πουκάμισο, στην ίδια θέση τα μαύρα παπούτσια. Έτρεξα αμέσως και το είπα στο Δημόκριτο. «Ε! τα γνωστά του προκομμένου του αδερφού μου» είπε αυτός νυσταγμένα. «Σε κάποια ταβέρνα θα ξέμεινε». Και δεν είχε πέσει έξω ο άντρας μου. Όπως μάθαμε μετά, ο Υπάτιος πριν να φτάσει στη Χώρα, όλη νύχτα τριγυρνούσε. Έφυγε νωρίς το βράδυ από τη Μεσαριά, πήγε στα Λάμυρα, από κει στο Μεσαθούρι στην ταβέρνα του Μανσόλα, πέρασε από τη Βαγγελίστρα και μετά τα μεσάνυχτα βρέθηκε να κάθεται στο μπαγκάλι, μπροστά στην ταβέρνα του Νόνα και να αγναντεύει το πέλαγος, την ίδια ώρα που εμείς, ο Δημόκριτος κι εγώ, λιώμα στην κούραση, είμαστε βυθισμένοι στη γλύκα του ύπνου. Μέχρι που στις έξι, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η αστυνομία.
*
Μπήκα μέσα, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου και έβαλα όπως-όπως το ράσο μου. Ώσπου να κατεβούμε με τους αστυνόμους στην Πλακούρα, ο ήλιος είχε σηκωθεί για τα καλά. Ο πύρινος δίσκος του είχε ήδη κάνει τη γενναία του εμφάνιση πίσω από το σκοτεινό θαλασσόβρεχτο Κάστρο της Καμάρας. Θα με πείτε τώρα ρομαντικό και δεν θα έχετε άδικο: όσες φορές όμως τύχει να αντικρύσω αυτή την εκθαμβωτική ανατολή, δεν ξέρω γιατί, αλλά την καρδιά μου την πλημμυρίζει βαθιά συγκίνηση. Τέλος πάντων. Φθάσαμε λοιπόν στην Πλακούρα και αριστερά, κάτω από την ταβέρνα του Νόνα είδα μαζεμένους πεντέξι ανθρώπους: Ήταν ο Παναγιώτης ο Νόνας με την οικογένειά του, (θυμάμαι μάλιστα πως ο ένας γιος του κρατούσε ένα ταψί με το λαμπριάτη μέσα, κι ο άλλος μια λαμαρίνα με το ψητό ερίφι), ήταν κι ο γιατρός, με ένα ιατρικό μπλοκάκι στο χέρι, έτοιμος προφανώς να υπογράψει το πιστοποιητικό θανάτου, εκεί ήταν και ο Δημόκριτος με την Κατίνα τη γυναίκα του –μόλις είχαν φθάσειλαχανιασμένοι και φανερά αναστατωμένοι. Εγώ όμως αδημονούσα να δω τον Υπάτιο. Φαίνεται πως ήταν αδύνατο να κρύψω την ταραχή μου γιατί όλοι τους μόλις με είδαν να πλησιάζω αμέσως παραμέρισαν με δέος. Και τότε τον αντίκρυσα: Αναπαυόταν ανάσκελα στο τσιμέντο, πλέοντας μέσα σε μια ρηχή λακούβα νερό, τα μάτια μισόκλειστα και από τα χαλαρά χείλη να διαγράφεται ένα αχνό πικρό χαμόγελο. Μούσκεμα η κοντή μπεζ καμπαρντίνα του, το καφετί πολυκαιρισμένο παντελόνι και το γνωστό βυσσινί του κασκόλ. Η τραγιάσκα του όμως έλειπε αφήνοντας ξέσκεπο το βρεγμένο κεφάλι με τα άσπρα ακούρευτα μαλλιά. Μόνο που επάνω αριστερά, μέσα από τις ρίζες, είχε ξεπηδήσει ένα ξεραμένο τώρα αιμάτινο ρυάκι που αφού πρώτα είχε βάψει δυο-τρεις τούφες, κατηφόρισε και πήγε και πότισε την αυλακιά του λαιμού. «Πρέπει να βρούμε τρόπο να τον μεταφέρουμε το συντομότερο στο ταφείο μας, στη Βουργάρα και να τον κηδέψουμε αύριο», είπα στον αδερφό του και στην κουνιάδα του. Κοντά ήταν και τα παιδιά του Νόνα και με άκουσαν. Άφησαν κάτω τα ταψιά κι έτρεξαν να ψάξουν για πρόχειρο φορείο. Γύρισαν τρέχοντας κουβαλώντας μια παλιά ξύλινη σκάλα. Θα κόντευε μεσημέρι όταν ο Υπάτιος βρέθηκε επιτέλους στην εκκλησία του ταφείου, ξαπλωμένος όμως ακόμα στη σκάλα του Νόνα. Εγώ έτρεξα αμέσως να δω αν θα μπορούσα να βρω κάποιον να μου φτιάξει το συντομότερο μια κάσα. Ποιος θα δεχόταν άραγε πασχαλιάτικα να κάνει τέτοια δουλειά; Κι όμως βρέθηκε ένας παλιός συγχωριανός μας μάστορας που για χάρη του Υπάτιου άφησε το εορταστικό φαγητό στη μέση και υποσχέθηκε πως πριν τον Εσπερινό η κάσα θα ήταν έτοιμη. Έτσι κι έγινε. Το απογεματάκι ο μάστορας κατέπλευσε με την κάσα και λίγο μετά ήρθε και η κουνιάδα του Υπάτιου κρατώντας τα καλά του ρούχα. Μαζί ήταν και τρεις φιλενάδες της που θα τη βοηθούσαν στο σαβάνωμα. Κάθισα σε μια γωνιά κι άρχισα να τις παρακολουθώ. Γνωστή η διαδικασία, η θερμή αφοσίωση και η συγκινητική τρυφερότητα των γυναικών που ετοιμάζουν έναν νεκρό. Αυτό όμως που μου έκανε εντύπωση, ήταν τα σχόλια που έγιναν για τα καθημερινά ρούχα του Υπάτιου. Θυμήθηκαν τότε που τον είχε ζωγραφίσει η Καραγάτση, η κόρη της Καρυστινάκαινας, και ότι του είχε πει ότι δεν την ενδιέφερε μόνο η έξυπνη φάτσα του, αλλά και το καλλιτεχνικό ντύσιμό του. Πόσο ωραίος ήταν, του είχε πει, ο συνδυασμός της μπεζ καμπαρντίνας με το βυσσινί κασκόλ. Όπως και να έχει το πράγμα, τώρα τα μουσκεμένα καλλιτεχνικά ρούχα πετάχτηκαν και λίγη ώρα αργότερα, ο Υπάτιος βρέθηκε στην κάσα του καθαρός, ξυρισμένος, κουρεμένος, ούτε ίχνος από τα ξεραμένα αίματα στα φερσκολουσμένα μαλλιά του, φορώντας το καλό του κοστούμι, το άσπρο του πουκάμισο και τα καλογυαλισμένα του παπούτσια. Εκείνη την ώρα χτύπησαν οι καμπάνες για τον εσπερινό της Αγάπης, κι εγώ έφυγα βιαστικός για τον Άγιο Νικόλαο. Επέστρεψα στη Βουργάρα μόλις απόλυσε η εκκλησία. Στην αυλή είδα να περιμένουν η κουνιάδα του Υπάτιου και οι φιλενάδες της. Μιλούσαν όλες μαζί και έμοιαζαν πολύ ταραγμένες. Πλησίασα. Προσπάθησα να καταλάβω τι συμβαίνει. Επιτέλους η κουνιάδα κατάφερε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα. Ο Υπάτιος, άρχισε έντρομη να λέει, δεν ήταν πεθαμένος, τα σημάδια τα είχαν δει όλες τους: μέσα από τα μαλλιά του φάνηκε να έχει στάξει πάλι αίμα και ενώ από τη δεξιά μεριά ήταν άσπρα σαν το μπαμπάκι, από την αριστερή τα έβαφε ένα απόκοσμο ρόδινο φως. Μπήκα βιαστικά μέσα. Για να πω τη μαύρη αλήθεια, κάτι το αλλόκοτο βασίλευε στο μισοσκότεινο εκκλησάκι που μόλις και θαμπόφεγγε από το τρεμουλιαστό φως των καντηλιών του τέμπλου. Περιδεής πλησίασα την κάσα και κοίταξα με προσοχή τον νεκρό. Παίρνω όρκο πως εγώ τουλάχιστον τον Υπάτιο τον έβλεπα πεθαμένο. Ούτε αίματα έβλεπα στα
μαλλιά του ούτε ρόδινα φώτα ούτε τίποτα. Ίσως μόνο κάτι διαφορετικό να υπήρχε στην έκφρασή του. Κάποια στιγμή δηλαδή μου φάνηκε πως ο νεκρός απέκτησε ξαφνικά ένα ύφος ελαφρώς ειρωνικό και κοροϊδιάρικο. Ήταν μια αστραπιαία εικόνα που εμφανίστηκε μόνο για κλάσματα δευτερολέπτου. Μετά όλα επανήλθαν γρήγορα στην προηγούμενη κατάσταση. Εν πάση περιπτώσει, προς αποφυγή κάποιου μοιραίου λάθους, κάλεσα πάλι το γιατρό. Ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ, όταν έφυγε ο γιατρός αφού είχε υπογράψει το δεύτερο πιστοποιητικό θανάτου. Μετά καθίσαμε σιωπηλοί στα μπαγκάλια της αυλής και θαυμάζαμε τον έναστρο αναστάσιμο ουρανό. Ο ψυχρός ανοιξιάτικος αέρας ριγούσε κάθε τόσο από την ομοβροντία των πασχαλιάτικων σμπάρων. Εν τω μεταξύ ήρθε άλλη μια γειτόνισσα με το κοριτσάκι της. Το παιδί, θυμάμαι, μπήκε μέσα στην εκκλησία, και ακούμπησε πάνω στον Υπάτιο ένα μπουκέτο παπαρούνες. Πέρασε ώρα χωρίς να λέμε κουβέντα, μέχρι που κάποια στιγμή, εγώ έσπασα τη σιωπή. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, αλλά δεν έχω πάψει από τότε που έφυγε ο γιατρός, να βασανίζομαι από διάφορες σκέψεις», άρχισα να τους λέω. «Και για να σας μιλήσω πιο καθαρά, πιστεύω πως πρέπει να κηδέψω αύριο τον Υπάτιο στον ενοριακό μου ναό, στον Άγιο Νικόλαο γι’ αυτό και ζητώ τη βοήθειά σας. Θες που ο θάνατός του συνέπεσε με τον θάνατο και την Ανάσταση του Θεανθρώπου, θες που αυτά τα παράξενα συμβάντα όλους μας ανησύχησαν, έτσι που στο τέλος αναγκάστηκα να ξαναφωνάξω το γιατρό, ποιος το ξέρει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει κάτι πολύ πιο απλό: να θέλω μόνο να τιμήσω έναν αθώο, απονήρευτο, άκακο άνθρωπο και τίποτα περισσότερο». Όπως και να ‘χει οι συνεννοήσεις έγιναν στα γρήγορα και θα κόντευε μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα όταν ξεκινήσαμε. Μπροστά εγώ κρατώντας μια αναστάσιμη λαμπάδα να φωτίζει τη σκοτεινιά της δημοσιάς και πίσω, ως άλλαι μυροφόροι, οι γυναίκες να σηκώνουν την κάσα και να επαναλαμβάνουν σιγοψέλνοντας το «Χριστός Ανέστη» μέχρι που στις δύο τα ξημερώματα φθάσαμε στον Άγιο Νικόλαο. Η νεκρώσιμος ακολουθία έγινε την άλλη μέρα το μεσημεράκι. Εγώ για πρώτη φορά είχα φορέσει όλα τα διάσημά μου για να τιμήσω το νεκρό. Ο Δημόκριτος είχε τηλεφωνήσει πρωί-πρωί σε κάποιον από τη χορωδία της Χώρας, και τον είχε παρακαλέσει να έρθει να ψάλει στην κηδεία. Επειδή έτυχε εκείνη τη χρονιά να μην πέφτει τη Δευτέρα η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, και οι χορωδοί ήταν ελεύθεροι, κατέπλευσαν και οι τέσσερις μαζί. Ε! Τι να πω τώρα! Άλλο πράγμα είναι να σε ταλαιπωρεί ένας άθλιος φάλτσος ψάλτης κι άλλο μεγαλείο έχει μια τετράφωνη χορωδία. Γιατί λοιπόν να μην το ομολογήσω πως αυτή ήταν η πιο κατανυκτική νεκρώσιμος ακολουθία στην οποία έχω χοροστατήσει; Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και οι αντίθετες απόψεις: Θυμούμαι πως βγαίνοντας λίγο αργότερα από την εκκλησία άκουσα δίπλα μου μια συχωριανή μου να σιγοψιθυρίζει στην αδελφή της: «Για πες μου, στο θεό σου», της έλεγε, «μήπως κι ο παπάς μας αποτρελάθηκε; Τόσους και τόσους νοικοκυραίους έχει κηδέψει, γιατί μόνο αυτός ο κουτρούλης άξιζε τόσες τιμές και τόσες χορωδίες; Δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα. Πάει, χάλασε πια ο κόσμος, Μαρία μου, της έλεγε.» Και μετά οδεύσαμε πάλι προς τη Βουργάρα για την ταφή. Ήταν ένα θαμπό απριλιάτικο απομεσήμερο. Δεν ξεχνώ το χαρμόσυνο «Αναστάσεως Ημέρα» των ψαλτάδων μαζί με τη ζαλιστική ευωδιά των λεμονανθών που ξεχυνόταν από τους κήπους.

Mαρίνα Καραγάτση, Άνδρος, Μάρτιος 2016

Πηγή: androsfilm.gr