Γιατί αξίζει να θυμόμαστε τη Μαρίνα Καραγάτση και να μην την ξεχύσουμε ποτέ; Όσο κι αν το ενδιαφέρον για την παρουσία της θα μπορούσε να πιστωθεί στο επίθετό της, έφτανε να τη γνωρίσει κανείς έστω για λίγο για να ξεχύσει το όνομα αυτό και να αφεθεί στη γοητεία μιας γυναίκας με συναρπαστική προσωπικότητα και λάμψη. Η ευφυΐα της υπήρξε πως όσο κι αν τιμούσε και θαύμαζε τον πατέρα της και το έργο του δεν επέτρεψε ποτέ το έργο αυτό να καταστήσει την ίδια ένα άτομο περιθωριακό ώστε να σε ενδιαφέρει στον βαθμό που θα την άκουγες να μιλάει για τον Καραγάτση. Διατηρούσε μια τόσο μεγάλη αίσθηση της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας της ώστε, χωρίς να το επιδιώκει, προτεραιότητα του συνομιλητή της να είναι να γνωρίσει την ίδια όσο γίνεται καλύτερα, έστω κι αν ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Καραγάτση - αλλά και πολλών άλλων μορφών της τέχνης, σύγχρονων ή παλαιοτέρων της - στα εξιστορούμενα, την κάθε φορά, παρέμενε αδιαμφισβήτητος. Οποιαδήποτε μορφή κι αν έπαιρνε η επικοινωνία μαζί της, όταν η επικοινωνία αυτή επανερχόταν στη μνήμη σου κουβαλούσε το αποτύπωμα της προσωπικότητας της Μαρίνας Καραγάτση, έστω κι αν την ώρα που πραγματοποιούνταν τα Πέρα από τη σκιά του πατέρα ονόματα, για παράδειγμα, της Χριστίνας Τσίγκου ή της Πίνα Μπάους ήταν τα δεσπόζοντα. Γεννημένη «παραμυθατζού» την άκουγες να μιλάει για τον Ελύτη, για τον Εμπειρίκο, για τη μητέρα της, τη σπουδαία ζωγράφο Νίκη Καραγάτση, και τις φίλες της, ζωγράφους επίσης, Μαρία Πωπ και Εύα Μπουλγουρά, για τους πεζογράφους Κώστα Σούκα και Ηλία Βενέζη, για την ανδριώτισσα παραμάνα της που την είχε μεγαλώσει, για τον Γιάννη Τσαρούχη, για τη γιαγιά της, τη Μίνα Καρυστινάκη, και είχες την αίσθηση πως επρόκειτο όχι για ανθρώπους που θα μπορούσες να είχες γνωρίσει και συναναστραφεί, αλλά για τους ήρωες ενός μυθιστορήματος που οι μεταξύ τους σχέσεις - ακόμα και αν δεν είχαν διασταυρωθεί οι ίδιοι μέσα στη ζωή - είχαν υπάρξει και, κάτι περισσότερο, τους είχαν σφραγίσει με έναν ανεξίτηλο τρόπο, σχέσεις που αν γινόταν να αποκρυπτογραφηθούν, θα συγκροτούσαν μια τοιχογραφία τόσο συναρπαστική όσο τουλάχιστον αυτή που αναδεικνύεται στη «Μεγάλη Χίμαιρα».
Γνωριστήκαμε το φθινόπωρο του 1979 στην γκαλερί «Ωρα», στην οδό Ξενοφώντος, που διηύθυνε ο καλότατος αλλά και δαιμόνιος, υπέροχος επίσης ζωγράφος, Ασαντούρ Μπαχαριάν. Πρόκειται για τη χρονιά που απονέμεται το βραβείο Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη, και, όπως ήταν φυσικό, μια ολόσωμη φωτογραφία απεικονίζει τον δημιουργό του «Αξιον Εστί» στο εξώφυλλο του «Χρονικού», της πολυσέλιδης ετήσιας καλλιτεχνικής επιθεώρησης που διηύθυνε επίσης ο Μπαχαριάν. Κατά έναν περίεργο τρόπο σε σχέση με τα δρώμενα αυτά αλλά και πολλά άλλα, αισθάνεσαι την παρουσία της Μαρίνας Καραγάτση, διακριτική αλλά και καταλυτική ταυτόχρονα, να υπαγορεύει τον τόνο μιας ακριβής και δίκαιης ενορχήστρωσης αντιτιθέμενων κατευθύνσεων. Αν και δεινή αφηγήτρια και χειρίστρια, όπως ήδη σημειώσαμε, του προφορικού λόγου, δεν της ήταν άγνωστα τα μυστικά της γραφής - ενδεικτικό από την άποψη αυτή τόσο το έξοχο μυθιστόρημά της «Το ευχαριστημένο» όσο και ένα πλήθος αυτοβιογραφικών κειμένων που είχε γράψει ανταποκρινόμενη με ενθουσιασμό στην πρόσκληση των «ΝΕΩΝ» και του υπογράφοντος. Είτε έγραφε για πρόσωπα γνωστά είτε για πρόσωπα εντελώς άγνωστα, γνώριζε να εστιάζει στη σωτήρια λεπτομέρεια που κάνει συχνά ελάχιστες λέξεις να παραμένουν πολύ πιο καίριες αναπαραστατικά σε σχέση με έναν πολυσέλιδο εκφραστικό χείμαρρο. Κάτι που δεν είναι άλλο παρά η υπογράμμιση της σημασίας ενός καθημερινού, αμελητέου περιστατικού σε σχέση με ένα δραματικό γεγονός με ανυπολόγιστες συνέπειες. Όπως αίφνης στο κείμενό της με τις αναμνήσεις της από τα χρόνια της Κατοχής, όταν η ανδριώτισσα οικιακή βοηθός της οικογένειας Καραγάτση βλαστημάει τους Γερμανούς γιατί βομβαρδίζοντας την Αθήνα και με τους σοβάδες να πέφτουν στην αυλή της μονοκατοικίας τους την υποχρεώνουν να τη σκουπίζει δυο και τρεις φορές τη μέρα.
Η επιβίωση ακόμα κι ενός πολύ σημαντικού συγγραφέα, σε σχέση με το έργο του, γίνεται προβληματική αν δεν υπάρξει ένας οργανωμένος και επιμελής κληρονόμος που θα αναλάβει τη μέριμνα ώστε το έργο αυτό να μην περιέλθει σε λήθαργο. Το περίεργο με τη Μαρίνα Καραγάτση είναι πως αν εδώ και χρόνια είχε αναδειχθεί ως ακρογωνιαίος λίθος της ζωής της η μέριμνα ώστε το έργο του Καραγάτση 64 χρόνια μετά τον θάνατό του (ως γνωστόν ο Καραγάτσης πέθανε το 1960) να διατηρείται - χάρη βέβαια στη δική του αξία - στην πρώτη γραμμή του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, η ίδια ουδέποτε θεώρησε πως έφερνε σε πέρας μια τόσο υψηλή και δύσκολη αποστολή. Θα έλεγες πως ολοκληρωνόταν όλη αυτή η δουλειά ως συνέχεια μιας κάθε άλλο παρά ξεχωριστής καθημερινότητας, απαρομοίαστης όμως όσον αφορά την ένταση και το κέφι της. Καθώς ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων του Καραγάτση πρωτοείδαν το φως της δημοσιότητας πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, βιβλία που συγκροτήθηκαν κυρίως χάρη σε κείμενά του δημοσιευμένα σε εφημερίδες (κυρίως στη «Βραδυνή») και σε περιοδικά (κυρίως στη «Νέα Εστία»), η ανεύρεσή τους δεν έπαυε να συνιστά μια εξαιρετικά επίπονη εργασία. Κείμενα ταξιδιωτικά (που καλύπτουν εντυπώσεις από τη γειτονική Μύκονο ως τις φυλακές του Γκουαντάναμο στην Αμερική), κριτικές θεάτρου, ιστορικά αφηγήματα, διασκευές της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας», μια ποικίλη αρθρογραφία, ακόμα και συνεντεύξεις, μαζί με την ένταξή τους, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σε συγκεκριμένα βιβλία, συγκροτούν ταυτόχρονα ένα αρχείο οργανωμένο ως την τελευταία του λεπτομέρεια με έναν τρόπο που αναδεικνύει τη Μαρίνα Καραγάτση ως μια δημιουργό ισότιμη, αν και διαφορετικής σημασίας, του επιπέδου του πατέρα της.
Θανάσης Νιάρχος, Τα Νέα, 22.6.2023